27.9.06

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΣΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


Τελευταία, στα Δημοτικά σχολεία έχουν διορισθεί καθηγητές ξένων γλωσσών, καλλιτεχνικών μαθημάτων, μουσικής και γυμναστικής, επειδή τα μα­θήματα αυτά δεν μπορούν να τα διδά­ξουν επαρκώς οι δάσκαλοι. Νομίζουμε ότι πρέπει να διορισθούν και θεολόγοι, διότι οι δάσκαλοι δεν έχουν επαρκή θεολογική μόρφωση και μερικοί από αυτούς μάλιστα δεν πιστεύουν η δαπανούν τη διδακτική ώρα που προβλέπει το πρό­γραμμα για άλλες δραστηριότητες. Επομένως δεν μπορούν να διδάξουν το μά­θημα των Θρησκευτικών, το οποίο θέ­λει όχι μόνο θεολογική κατάρτιση, αλλά και πίστη και ευσέβεια(!) Τα Θρησκευτικά διδάσκονται βέβαια στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο λίγες ώρες, αλλά οι βάσεις της θρησκευτικής αγωγής μπαίνουν στη μικρή ηλικία των 7-12 ετών. (Ε, βέβαια, νωρίς-νωρίς τα γίδια στο μαντρί, μετά…μπορεί να τα χάσουμε!)
Στο Γυ­μνάσιο και στο Λύκειο τα παιδιά ασχολούνται περισσότερο με τα άλλα μαθή­ματα, δεν έχουν καιρό να προσέξουν τα θρησκευτικά. ενώ τα παιδιά του Δημοτικού είναι πιο δεκτικά και εύπλαστα. Γι’ αυτό επιβάλλεται να τους δοθεί νωρίς σωστή θρησκευτική αγωγή και παιδεία(!). Για το λόγο αυτό, θεωρούμε, μια και βρισκόμα­στε στην εποχή της εξειδίκευσης, πως το μάθημα πρέπει να το διδάσκουν θεολό­γοι, οι οποίοι και γνώστες του αντικει­μένου είναι, και καλύτερες παιδαγωγικές μεθόδους γνωρίζουν(!), αλλά και για έναν επιπλέον κοινωνικό λόγο, ώστε να απορροφηθούν αρκετοί και να περιορι­στεί η ανεργία (βρήκαν τί θα κάνουν τόσοι θεολόγοι που θα βγάζουν τα εκκλησιαστικά πανεπιστήμια. Θα διδάσκουν στα Δημοτικά!)
Περιοδικό «Ελληνοχριστιανική Αγωγή», τεύχος 527, Ιανουάριος 2006
Σημείωση: Υπογραμμίσεις, θαυμαστικά και σχόλια, δικά μου.
Εδώ βλέπουμε τη «δια βίου θρησκευτική κατήχηση», σ’ όλο της το μεγαλείο!
Αλλ’ ας μας πουν όσοι έχουν αυτούς τους ευσεβείς πόθους, πού υπάρχει γραμμένο ότι η χριστιανική θρησκεία είναι υποχρεωτική για τους Έλληνες; Το Σύνταγμα, βέβαια, την αναγνωρίζει ως επικρατούσα θρησκεία του κράτους (κι αυτό θ’ αλλάξει κάποτε), αλλά από πουθενά δεν προκύπτει πως είναι και υποχρεωτική. Πώς λοιπόν, επιτρέπουμε να διδάσκονται τα «θρησκευτικά» στα «πιο δεκτικά και εύπλαστα» μικρά ελληνόπουλα; Για να υφίστανται από αυτή την τρυφερή ηλικία πλύση εγκεφάλου, που θα τα οδηγήσει στον κατοπινό τους πνευματικό ευνουχισμό; Κανείς γονιός δε νομίζω να προσδοκά τέτοιο μέλλον για τα παιδιά του!

26.9.06

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΟΝΟ...

...στην Αυστραλία

...στην Ινδία

...στην Τεχεράνη

...στο Ιράν

...στο Πακιστάν

...στην Ιαπωνία

...στην Τουρκία

...στην Ελλάδα!

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ


Αντιγράφω από το περιοδικό «Ελληνοχριστιανική Αγωγή», Τεύχος 529, Μάρτιος 2006
Ανωνύμου, «Ο φανατισμός και πώς αντιμετωπίζεται». Έκδοση Χριστιανικής Στέγης Καλαμάτας, 200­6. (γιατί ανώνυμος; ντρέπεται, ή φοβάται τίποτα;)
Ο ανώνυμος συνεργάτης (όπως λέμε: συνεργάτης χωρίς όνομα!) της Χριστιανικής Στέγης Καλαμάτας, δίνει μια ζωντανή εικόνα αυτού του κοινωνικού φαι­νομένου, που παρουσιάζει μια εκπληκτι­κή έξαρση στην εποχή μας. Πραγματεύε­ται το θέμα σε βάθος και πλάτος και το τεκμηριώνει. Τί είναι φανατι­σμός, ποια είναι τα είδη και οι μορφές εκ­δηλώσεώς του. Ο Χριστός έναντι του φανατισμού. Η υπέρβαση του φανατισμού. Όπως γράφει στον πρόλογο, ο φανατισμός είναι μια αυθαίρετη απολυ­τοποίηση μιας ιδεολογίας ή θρησκείας με ταυτόχρονη προσπάθεια επιβολής της με βίαιο τρόπο (σε παγκόσμια κλίμακα). (Ως εδώ, πες καλά)
Το φαινόμενο του θρησκευτικού φα­νατισμού παρουσιάζει έξαρση στο χώρο του Ισλάμ και άλλων φυλετικών - εθνικών θρησκειών. Αυτός που δεν είναι με το Ισλάμ, θεωρείται άπιστος. Ο συγγρα­φέας αναφέρεται στις εκδηλώσεις του φα­νατισμού, όπως είναι ο ψυχολογικός πόλεμος, η προπαγάνδα και η παραπληροφόρηση. (Όοοχι, στο χριστιανισμό δε συμβαίνουν τέτοια πράγματα! Οι μη χριστιανοί δε θεωρούνται άπιστοι, μόνο… αφορίζονται, διώκονται, παλιότερα καίγονταν κιόλας!)
Η πίστη ότι ο Θεός είναι «Πατέρας», εξαφανίζει κάθε ίχνος φανατισμού. Δεν επιδιώκει να επιβληθεί στους οπαδούς διά της βίας. Η πίστη στο Θεό Πατέρα οδηγεί στην αναγνώριση του «άλλου» ως αδελφού.
………………………………………………………………………………………………………………
Χα, χα, χα…δεν επιβλήθηκε ο χριστιανισμός με τη βία! Το ξεκαρδιστικότερο ανέκδοτο! Κύριοι, «ανώνυμοι» παντελονοκαλόγεροι του σκοταδισμού και της παρακμής…Με το Ισλάμ τα βάλατε τώρα! Επί μιάμιση χιλιετία ξεπατώνατε κάθε εθνική θρησκεία, ακόμα και μειονοτήτων, που εξαιτίας σας έχουν εξαφανιστεί σήμερα από προσώπου γης! Αλλά βέβαια, δεν είχατε εσείς φανατισμό, μόνο λίγο παραπάνω…«ένθεο ζήλο»! Και σήμερα; Μια απ’ τα ίδια και χειρότερα! Η αποθέωση της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης: δυο φορές την εβδομάδα, όλα τα παιδιά, από το Δημοτικό ως το Λύκειο, παίρνουν υποχρεωτικά τη δόση τους, με πρώτης ποιότητας «χριστιανική κατήχηση»! Γι’ αυτό, κύριοι «ανώνυμοι», πάψτε να μιλάτε για τους άλλους!
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις και τα σχόλια μέσα στις παρενθέσεις, δικά μου.

21.9.06

ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

«Μακάριος είναι αυτός που μαθαίνει πώς να ερευνά χωρίς να ζημιώνει τους συνανθρώπους του, αλλά αντιλαμβάνεται την τάξη της αγέραστης φύσης»
Ευριπίδη, σωζόμενο απόσπασμα από άτιτλο, χαμένο δράμα του, -5ος αιώνας.

«Υπάρχει μια άλλη μορφή πειρασμού πολύ πιο επικίνδυνου. Είναι η ασθένεια της περιέργειας, αυτή που μας οδηγεί να ανακαλύψουμε τα μυστήρια της φύσης, που δε θα μας δώσουν τίποτα και που ο άνθρωπος δεν πρέπει να επιθυμεί να τα μάθει»
«Ιερού» Αυγουστίνου, 9 αιώνες μετά (+4ος αιώνας)

Αφιερωμένο σ’ εκείνους που ενοχλούνται από το «πίστευε και μη ερεύνα»

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

18.9.06

ΑΝ...(αφιερωμένο σε γονείς και εκπαιδευτικούς)

ΑΝ ένα παιδί ζει μ’ επικρίσεις,
μαθαίνει να καταδικάζει.
ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα στην εχθρότητα,
μαθαίνει να φιλονικεί.
ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα στην ειρωνεία,
μαθαίνει να είναι δειλό.
ΑΝ ένα παιδί ζει με το φόβο,
μαθαίνει να είναι ανήσυχο και φοβι­σμένο.
ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα στην ντροπή,
μαθαίνει να νιώθει ένοχο.

ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα στην κατανόηση,
μαθαίνει να είναι καρτερικό.
ΑΝ ένα παιδί ζει με ενθάρρυνση,
μαθαίνει να έχει αυτοπεποίθηση.
ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα στην αποδοχή,
μαθαίνει ν’ αγαπά.
ΑΝ ένα παιδί ζει με την επιδοκιμασία,
μαθαίνει να έχει στη ζωή του ένα σκοπό.

ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα στην τιμιότητα,
μαθαίνει ποια είναι η αλήθεια.
ΑΝ ένα παιδί ζει με δίκαια μεταχείριση,
μαθαίνει τη δικαιοσύνη.
ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα σε ασφάλεια,
μαθαίνει να εμπιστεύεται τον εαυτό
του και το περιβάλλον του.
ΑΝ ένα παιδί ζει μέσα σε παραδοχή και φιλία,
μαθαίνει ότι ο κόσμος είναι όμορ­φος να ζει
κανείς, ν’ αγαπά και ν’ α­γαπιέται!




14.9.06

Η ΑΠΙΘΑΝΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ


Τώρα πια το μαντεύουμε: έτσι καθώς δε θα γεμίσει ποτέ το χαντάκι ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει μια δίκαιη ανακατανομή των καρπών της ανάπτυξης κι ακόμα λιγότερο ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής για την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού. Η βιομηχανική επανάσταση, αποκολλώντας κάποια έθνη από το σύνολο των υπολοίπων, δημιούργη­σε ένα χάσμα μεταξύ κατεχόντων και στερουμένων. Όταν γνωρίζουμε πως το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ της Ελβετίας και της Μοζαμβίκης είναι περίπου 400 προς 1 (το 1800 ήταν 5 προς 1), δε βλέπουμε πώς θα μπο­ρούσε να ξεπεραστεί μια τέτοια «καθυστέρηση». Αυτό που δεν επιτεύχθηκε επί δύο αιώνες, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες, δε θα επιτευχθεί αύριο, τη στιγμή που οι ζη­μίες εξαιτίας της ανάπτυξης πολλαπλασιάζονται και εμ­φανίζονται καινούριες ανεπάρκειες αγαθών (ενέργεια, αέρας, νερό).
Η οικονομική περιπέτεια θα παραμείνει μια συναρ­παστική καριέρα για πολλές γενιές, περιουσίες θα συνε­χίσουν να οικοδομούνται, συγκλονιστικές διαδρομές ζωής θα φέρουν τους πιο ενδεείς στην κoρυφή, κάποιοι επίλεκτοι άγνωστοι, χάρη στο ταλέντο τους, θα βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη επικεφαλής μιας αυτοκρατο­ρίας. Πλούσια έθνη θα αφανιστούν και θα αναδυθούν κάποιες μικρές δυναμικές χώρες. Όμως, παρ’ όλες τις ανακατατάξεις, παρά τις θεαματικές ανόδους των μεν και τις πτώσεις των δε, πάντα θα υπάρχουν νικητές και νικημένοι στο μεγάλο καπιταλιστικό ξεφάντωμα. Μερι­κοί γίγαντες όπως η Ινδία, η Ρωσία ή η Κίνα ίσως να τα καταφέρουν χάρη στην ευφυΐα και τη βαρύτητά τους. Όμως εκείνοι που έχασαν το τρένο της ευημερίας έχουν ελάχιστες πιθανότητες να ανέβουν κάποτε σε αυτό. Τό­σες και τόσες χώρες στην Αφρική και την Ασία βυθίζονται σε μια αυτοκτονική δίνη, μια διαδικασία συστημα­τικής αυτοκαταστροφής. Ίσως να υπάρξουν βελτιώσεις, οι φτωχoί θα είναι κάπως λιγότερο φτωχoί αλλά θα εί­ναι περισσότεροι. Τέλος της μυθολογίας του «jackpot», της χρυσής βροχής που θα πέσει πάνω σε όλη την ανθρω­πότητα: ό,τι και να κάνουμε, θα υπάρχουν πάντα απορ­ριγμένοι και αδικημένοι. Η ωραία ελπίδα μιας σύγκλι­σης, ενός πλανητικού παραδείσου, χάνεται.
Αυτό που σήμερα απειλεί αρκετά έθνη του Νότου δεν είναι τόσο ο νεο-ιμπεριαλισμός όσο η απλή εγκατάλει­ψη. Αφού το 70% των δρώμενων της παγκόσμιας οικο­νομίας εκτυλίσσεται ανάμεσα στην Ευρώπη, την Ιαπω­νία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πλούσιες χώρες έχουν όλο και λιγότερο ανάγκη τις φτωχές για να πλουτίζουν: ενόσω οι τελευταίες δεν τις απειλούν, οι πρώτες δε νοιάζονται καθόλου για την ανάπτυξή τους. Η εκμετάλ­λευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο προϋπέθετε του­λάχιστον ένα στενό ιδιοκτησιακό δεσμό ανάμεσα στον εργοδότη και τους εργαζόμενους, προσδιόριζε ένα χώ­ρο συγκρούσεων, δηλαδή κοινών συμφερόντων. Στο εξής, τη δυστυχία τού να είσαι υποκείμενο εκμετάλλευ­σης την έχει διαδεχθεί η δυστυχία τού να μην είσαι πια εκμεταλλεύσιμος. Το τρομερό για ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες όσο και για πολυάριθμα έθνη δεν είναι τόσο η υποτέλεια όσο η εγκατάλειψη.
Δεν έχει αποδειχθεί ποτέ πως ο πλούτος του Βορρά προήλθε από τη λεηλασία του Νότου: λεηλασία υπάρχει, αλλά δεν πλούτισε ποτέ κανέναν, απόδειξη η αυτοκρα­τορική Ισπανία. Ο πλούτος του Βορρά οφείλεται στη νοοτροπία των κατοίκων του, στην εργασία τους, στη θρησκεία του κέρδους και της μεταμόρφωσης της φύσης, που άνθησε σε κάποιες ηπείρους. Το πραγματικά απα­ράδεκτο είναι η αντιπαράθεση μιας χορτάτης μέχρι κο­ρεσμού Δύσης με λιμοκτονούντα έθνη στα οποία έχει δο­θεί η υπόσχεση πως δε θα αργήσουν να μπουν στο κα­πιταλιστικό Ελντοράντο, αρκεί να υποταχθούν σε κά­ποιους κανόνες. Όμως, πίσω από αυτόν τον ουνιβερσα­λιστικό λόγο υπάρχει μια λογική μεροληπτικότητας και θυσίας. Οι ίδιες χώρες συνεχίζουν να παίρνουν τη μερί­δα του λέοντος ενώ δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι κα­ταδικασμένοι στο καθαρτήριο. Το κέντρο βαρύτητας της παγκόσμιας οικονομίας δε δείχνει καθόλου πως πρόκει­ται να μετατεθεί!
Πώς να προσκληθείς στο τραπέζι των πλουσίων όταν είσαι ένας μικρός λαός; Κατά πρώτον, χάρη σε μια βα­θιά εσωτερική μεταρρύθμιση, αφού δεν υπάρχει χώρα που να μην είναι υπεύθυνη για τη μοίρα της. Αλλά και αρνούμενος να υπακούσεις τυφλά στο καινούριο παγκό­σμιο ευαγγέλιο: ιδιωτικοποίηση, απορύθμιση, φιλελευ­θεροποίηση. Και, κυρίως, καταφέρνοντας να γίνεις απα­ραίτητος, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό σου τη δυνατό­τητα λήψης κάποιων αντίμετρων, στην περίπτωση που η διεθνής κοινότητα σε εγκαταλείψει ξαφνικά. Αλίμονο σ’ εκείνους που δε διαθέτουν κανένα μέσον στρατηγικής ή οικονομικής πίεσης ενάντια στους μεγάλους της ημέ­ρας: αυτήν ακριβώς την πικρή εμπειρία βιώνει η Αργε­ντινή. Να γιατί είναι αφελές να περιμένουμε από τον αιώνα που ήρθε μια επιστροφή της ειρήνης και της αδελφότητας. Θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν οι εκ­βιασμοί, οι απειλές, οι εκφοβισμοί. Υπάρχει μια χρονι­κή δυσαρμονία ανάμεσα στις διάφορες ανθρωπότητες που μοιράζονται αυτόν τον πλανήτη, δε ζούμε όλοι στην ίδια εποχή. Όμως όλοι μας, χάρη στην τεχνολογία, τις επικοινωνίες, είμαστε σύγχρονοι ως προς τη μνησικακία και τη ζήλια. Οι πλούσιες χώρες έχουν αναστρέψει τους κανόνες του παιχνιδιού και έχουν δημιουργήσει μια προσβλητική απόσταση ανάμεσα σ’ αυτές και στον υπόλοιπο κόσμο: η μνησικακία απέναντί τους θ’ αργήσει να σβήσει. Για να είσαι ο πρώτος της τάξης, πρέπει να πληρώσεις ένα αντίτιμο.

Πασκάλ Μπρυκνέρ: «Η μιζέρια του πλούτου». Έκδοση «Αστάρτη» 2002

12.9.06

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΝ


Η πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε, είναι εντελώς σχετική με τον τρόπο που εμείς ορίζουμε τις παραμέτρους της. Αυτό που καθορίζει τις αντιλήψεις μας και τον τρόπο της κατανόησης των πραγμάτων γύρω μας είναι η συνείδησή μας, κάτι που ξέρουμε πως είναι εντελώς ρευστό και μεταβαλλόμενο. Άρα κι η πραγματικότητα για μας είναι μια ρευστή και μεταβαλλόμενη κατάσταση, που λογικά απέχει πολύ από την απόλυτη έννοιά της. Η θεώρηση ως σταθερών σημείων αναφοράς, πραγμάτων και καταστάσεων διαρκώς μεταβαλλόμενων, αποτελεί μια αντίφαση. Είναι μια διανοητική ανωμαλία, ένας εγκλωβισμός του νου μας, που δημιουργείται από την ίδια του τη λειτουργία.
Όλες οι αναζητήσεις του ανθρώπου από τη στιγμή της εμφάνισής του πάνω στη γη, είχαν σα στόχο τη βελτίωση της θέσης του, τη μεταβολή της προς το καλύτερο. Και μιλάμε για μια μεταβολή, που όπως όλες, έχει μια απαραίτητη προϋπόθεση: την κατανόηση της πραγματικής του κατάστασης. Η γνώση της πραγματικότητας είναι αυτή που κάνει την αναζήτηση της βελτίωσης να αποκτά νόημα. Γνωρίζοντας την κατάστασή μας έχουμε ήδη αρχίσει να ξεφεύγουμε απ’ την αιχμαλωσία μας, έχουμε ήδη ξεκινήσει ν’ αναζητούμε μια καινούρια θέση ισορροπίας και η αναζήτηση αυτής της καινούριας θέσης μας οδηγεί σε μια λιγότερο λαθεμένη θέση, άρα σε μια βελτιωμένη θέση. Το αν το καταφέρνουμε, εξαρτάται κατά βάση από την επιλογή του καθενός μας, από τη γνώμη που έχει για τη σοβαρότητα ή μη κάποιων ερωτηματικών. Αφορά τη διέγερση που μας προκαλούν τα ερωτήματα και τη διάθεση που έχουμε να δώσουμε απαντήσεις.
Σηκώνοντας τα βλέμματα στον ουρανό, αφήνουμε τη σκέψη μας να ταξιδέψει σ’ αυτό το χαώδες σύμπαν. Εκεί λοιπόν μπορεί να νοιώσουμε να μας διαπερνά ένα ρίγος θαυμασμού για την ασύλληπτη αρμονία. Μπορεί να νοιώσουμε πως κι εμείς αποτελούμε ένα κομμάτι αυτής της αρμονίας. Είναι η ίδια αρμονία που η παρατήρησή της οδήγησε τον άνθρωπο στη διαμόρφωση πολιτισμών από αρχαιότατους χρόνους. Τον οδήγησε στην αντίληψη μιας κοσμικής ενότητας, μιας συμπαντικής ενότητας, που μας δένει και μας προκαλεί να την κατανοήσουμε. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε τίποτε άλλο από το ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε αυτό τον κοσμικό χορό, στον οποίο συμμετέχουμε, θέλοντας και μη. Μπορεί η συμμετοχή μας να είναι αρμονική, μπορεί όμως να είναι και μια παραφωνία. Πάντως, δεν εξαρτάται από μας η συμμετοχή μας…
Αν κοιτάξουμε τον εαυτό μας προς τα μέσα, θα διαπιστώσουμε πως κι αυτός αποτελεί ένα μικρό σύμπαν. Το ίδιο άγνωστο, το ίδιο ανεξερεύνητο, αλλά πολύ λιγότερο αρμονικό. Η παγκόσμια αρμονία αποτελεί μια πρόκληση κι ένα πρότυπο για μια προσπάθεια εγκόλπωσής της. Ταξιδεύουμε στη γη, όπως ταξιδεύουν τ’ άστρα στον ουρανό. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ταξίδι που οφείλουμε να το κάνουμε παράλληλα, ένα ταξίδι μέσα μας, ένα ταξίδι στην ψυχή μας, αναζητώντας τον εαυτό μας. Ίσως έτσι καταφέρουμε να ηρεμήσουμε τον εσωτερικό μας θόρυβο και να τον μετατρέψουμε σε μελωδία, ίσως έτσι μπορέσουμε ν’ αποβάλουμε αυτό το βασανισμένο μοντέρνο ύφος της ρουτίνας και της καθημερινότητας και να το αντικαταστήσουμε μ’ ένα πύρινο, ζωντανό βλέμμα ενός ταξιδευτή και ίσως, στο τέλος, να βρούμε τη συνταγή που επέτρεψε στους Έλληνες, την εποχή της μεγάλης τους ακμής να πετύχουν, όπως λέει ο Νίτσε, «το κράμα ενός κρασιού, που ταυτόχρονα σε μεθάει και σε κάνει στοχαστικό».

10.9.06

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Απ’ όλους τους φόβους που καταδυναστεύουν τον άνθρωπο, κανένας δεν συγκρίνεται με το δέος που μας προκαλεί η θνη­τότητα. Ακόμη και για κείνους που δεν αντιμετωπίζουν άμε­σο κίνδυνο, η προοπτική του θανάτου σε κάποια απρόβλεπτη μελλοντική στιγμή έχει τη δύναμη να προκαλεί κρίσεις άγ­χους, σαν να πρόκειται για καμιά συμφορά που κρέμεται πά­νω από τα κεφάλια κι από την οποία πρέπει κανείς με κάθε τρόπο να διαφύγει. Κάθε πολιτισμός έχει τις παραδοσιακές αντιλήψεις του αναφορικά με ό,τι διαδραματίζεται πέρα απ’ τον τάφο -αντιλήψεις που κυμαίνονται από τις «θεόπνευ­στες» ουτοπίες ως την σκέτη τρομολαγνεία-, μα σχεδόν κα­νείς δεν πιστεύει απόλυτα σ’ αυτές τις απίθανες διηγήσεις. Για τον περισσότερο κόσμο, ο θάνατος παραμένει ένα τρομε­ρό μυστήριο, που το νόημά του θα φανερωθεί μόνο αφού θα ’χει επέλθει το μοιραίο. Κι όμως, αν μπορέσουμε να υπερνι­κήσουμε την αποστροφή μας γι’ αυτό το θέμα και να το εξαντλήσουμε επιμελώς, θα είμαστε σε θέση να μη θεωρούμε το θάνατο ούτε μυστηριώδη ούτε τρομαχτικό.
Πρώτα απ’ όλα, ας απαλλαγούμε απ’ την ιδέα ότι η «με­ταθανάτια» κατάσταση θα μπορούσε να διαφέρει από την «προ ζωής» κατάσταση. Μπορεί η ύλη απ’ την οποία αποτε­λούνται όλα τα έμβια όντα να είναι αιώνια, όμως η ζωή και η συvείδηση είναι εφήμερες και δευτερογενείς ιδιότητες που έρχονται και παρέρχονται, σύμφωνα με τους τρόπους που διατάσσονται τα άτομα έτσι ώστε να συγκροτούνται και να­ αποσυγκροτούνται οι βιολογικές δομές. Τούτος ο αέναος χορός των στοιχείων της ύλης, όπως μας διαβεβαιώνει στο ποίημά του ο Λουκρήτιος, αποκλείει κάθε δυνατότητα να ’ναι αιώνια η ανθρώπινη ψυχή:
«Κανένας δεν καταλήγει στα σκοτεινά Τάρταρα. Χρειάζεται η ύλη για ν’ αναπτυχθούν οι νέες γενιές, που κι αυτές θα σ’ ακο­λουθήσουν σαν κλείσει ο κύκλος της ζωής τους. Το ίδιο κι εκείνες που ζήσαν πριν από σένα κι έχουν ήδη υποκύψει και υ­ποκύπτουν. Ποτέ δε θα πάψουν τα πράγματα να γεννιούνται το ένα απ’ το άλλο κι η ζωή δε δίνεται σε κανέναν για να την έχει για ιδιοκτησία του, δίνεται για χρήση. Αναλογίσου, πάλι, εκείνοι οι ατέλειωτοι αιώνες προτού γεν­νηθούμε, πόσο ασήμαντοι είναι για μας. Σαν σε καθρέφτη μας παρουσιάζει η φύση το είδωλο του μέλλοντος χρόνου όταν θα ’χουμε πεθάνει. Βλέπεις τίποτα το φριχτό; Τίποτα το θλιβερό; Δεν είναι όλα αμέριμνα, περισσότερο κι απ’ τον ύπνο;»
Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων ΙΙΙ 972 κ.ε.
Δυόμισι αιώνες πριν το Λουκρήτιο, ο Επίκουρος είχε γράψει: «Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας­ όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό, η σω­στή εκτίμηση ότι ο θάνατος δε σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου Κι αυτό γιατί μας α­παλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας κι όχι επειδή μας φορ­τώνει αμέτρητα χρόνια.
Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό­ στη ζωή του ανθρώπου που ’χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι α­νόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν εί­ναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσ­δοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνα­τος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε α­νύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζω­ντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια».
Επίκουρος, Επιστολή στο Μενοικέα 124-127

ERIC ANDERSON: «Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα», Εκδόσεις Θύραθεν, 2002

2.9.06

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

χωρίς καθόλου λόγια, ασχολίαστες, όπως τις τράβηξα τούτο το καλοκαίρι