Απ’ όλους τους φόβους που καταδυναστεύουν τον άνθρωπο, κανένας δεν συγκρίνεται με το δέος που μας προκαλεί η θνητότητα. Ακόμη και για κείνους που δεν αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο, η προοπτική του θανάτου σε κάποια απρόβλεπτη μελλοντική στιγμή έχει τη δύναμη να προκαλεί κρίσεις άγχους, σαν να πρόκειται για καμιά συμφορά που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια κι από την οποία πρέπει κανείς με κάθε τρόπο να διαφύγει. Κάθε πολιτισμός έχει τις παραδοσιακές αντιλήψεις του αναφορικά με ό,τι διαδραματίζεται πέρα απ’ τον τάφο -αντιλήψεις που κυμαίνονται από τις «θεόπνευστες» ουτοπίες ως την σκέτη τρομολαγνεία-, μα σχεδόν κανείς δεν πιστεύει απόλυτα σ’ αυτές τις απίθανες διηγήσεις. Για τον περισσότερο κόσμο, ο θάνατος παραμένει ένα τρομερό μυστήριο, που το νόημά του θα φανερωθεί μόνο αφού θα ’χει επέλθει το μοιραίο. Κι όμως, αν μπορέσουμε να υπερνικήσουμε την αποστροφή μας γι’ αυτό το θέμα και να το εξαντλήσουμε επιμελώς, θα είμαστε σε θέση να μη θεωρούμε το θάνατο ούτε μυστηριώδη ούτε τρομαχτικό.
Πρώτα απ’ όλα, ας απαλλαγούμε απ’ την ιδέα ότι η «μεταθανάτια» κατάσταση θα μπορούσε να διαφέρει από την «προ ζωής» κατάσταση. Μπορεί η ύλη απ’ την οποία αποτελούνται όλα τα έμβια όντα να είναι αιώνια, όμως η ζωή και η συvείδηση είναι εφήμερες και δευτερογενείς ιδιότητες που έρχονται και παρέρχονται, σύμφωνα με τους τρόπους που διατάσσονται τα άτομα έτσι ώστε να συγκροτούνται και να αποσυγκροτούνται οι βιολογικές δομές. Τούτος ο αέναος χορός των στοιχείων της ύλης, όπως μας διαβεβαιώνει στο ποίημά του ο Λουκρήτιος, αποκλείει κάθε δυνατότητα να ’ναι αιώνια η ανθρώπινη ψυχή:
«Κανένας δεν καταλήγει στα σκοτεινά Τάρταρα. Χρειάζεται η ύλη για ν’ αναπτυχθούν οι νέες γενιές, που κι αυτές θα σ’ ακολουθήσουν σαν κλείσει ο κύκλος της ζωής τους. Το ίδιο κι εκείνες που ζήσαν πριν από σένα κι έχουν ήδη υποκύψει και υποκύπτουν. Ποτέ δε θα πάψουν τα πράγματα να γεννιούνται το ένα απ’ το άλλο κι η ζωή δε δίνεται σε κανέναν για να την έχει για ιδιοκτησία του, δίνεται για χρήση. Αναλογίσου, πάλι, εκείνοι οι ατέλειωτοι αιώνες προτού γεννηθούμε, πόσο ασήμαντοι είναι για μας. Σαν σε καθρέφτη μας παρουσιάζει η φύση το είδωλο του μέλλοντος χρόνου όταν θα ’χουμε πεθάνει. Βλέπεις τίποτα το φριχτό; Τίποτα το θλιβερό; Δεν είναι όλα αμέριμνα, περισσότερο κι απ’ τον ύπνο;»
Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων ΙΙΙ 972 κ.ε.
Δυόμισι αιώνες πριν το Λουκρήτιο, ο Επίκουρος είχε γράψει: «Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό, η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δε σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου Κι αυτό γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας κι όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια.
Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ’χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια».
Επίκουρος, Επιστολή στο Μενοικέα 124-127
ERIC ANDERSON: «Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα», Εκδόσεις Θύραθεν, 2002
Πρώτα απ’ όλα, ας απαλλαγούμε απ’ την ιδέα ότι η «μεταθανάτια» κατάσταση θα μπορούσε να διαφέρει από την «προ ζωής» κατάσταση. Μπορεί η ύλη απ’ την οποία αποτελούνται όλα τα έμβια όντα να είναι αιώνια, όμως η ζωή και η συvείδηση είναι εφήμερες και δευτερογενείς ιδιότητες που έρχονται και παρέρχονται, σύμφωνα με τους τρόπους που διατάσσονται τα άτομα έτσι ώστε να συγκροτούνται και να αποσυγκροτούνται οι βιολογικές δομές. Τούτος ο αέναος χορός των στοιχείων της ύλης, όπως μας διαβεβαιώνει στο ποίημά του ο Λουκρήτιος, αποκλείει κάθε δυνατότητα να ’ναι αιώνια η ανθρώπινη ψυχή:
«Κανένας δεν καταλήγει στα σκοτεινά Τάρταρα. Χρειάζεται η ύλη για ν’ αναπτυχθούν οι νέες γενιές, που κι αυτές θα σ’ ακολουθήσουν σαν κλείσει ο κύκλος της ζωής τους. Το ίδιο κι εκείνες που ζήσαν πριν από σένα κι έχουν ήδη υποκύψει και υποκύπτουν. Ποτέ δε θα πάψουν τα πράγματα να γεννιούνται το ένα απ’ το άλλο κι η ζωή δε δίνεται σε κανέναν για να την έχει για ιδιοκτησία του, δίνεται για χρήση. Αναλογίσου, πάλι, εκείνοι οι ατέλειωτοι αιώνες προτού γεννηθούμε, πόσο ασήμαντοι είναι για μας. Σαν σε καθρέφτη μας παρουσιάζει η φύση το είδωλο του μέλλοντος χρόνου όταν θα ’χουμε πεθάνει. Βλέπεις τίποτα το φριχτό; Τίποτα το θλιβερό; Δεν είναι όλα αμέριμνα, περισσότερο κι απ’ τον ύπνο;»
Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων ΙΙΙ 972 κ.ε.
Δυόμισι αιώνες πριν το Λουκρήτιο, ο Επίκουρος είχε γράψει: «Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό, η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δε σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου Κι αυτό γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας κι όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια.
Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ’χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια».
Επίκουρος, Επιστολή στο Μενοικέα 124-127
ERIC ANDERSON: «Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα», Εκδόσεις Θύραθεν, 2002
2 σχόλια:
Αυτός που ζει με την πεποίθηση ότι κάθε στιγμή που περνάει ο θάνατός του πλησιάζει, είναι ευτυχισμένος.
Όποιος δε ζει έτσι, έχει ήδη πεθάνει.
διάβασε τον Αθάνατο από το
'Το Άλεφ' του Μπόρχες
Δημοσίευση σχολίου