31.1.14

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

ΜΙΑ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία των τρόπων συγκρότησης μιας παράδοσης, η οποία λειτουργεί ως ένα νοητικό σύμπαν που περικλείει ένα σύνθετο αφήγημα για τον "ελληνοχριστιανικό πολιτισμό". Ποιοι είναι οι Τρεις Ιεράρχες; Ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος φυσικά. Πώς συγκροτήθηκε όμως αυτό το ανατολικό σχήμα και πότε; Γιατί περιλαμβάνει αυτούς τους αγίους και όχι κάποιους άλλους; Τι σχέση έχει με τον "ελληνοχριστιανικό πολιτισμό"; Γιατί η ημέρα μνήμης των Τριών Ιεραρχών είναι "σχολική εορτή"; Πότε καθιερώθηκε;

Το βιβλίο προσπαθεί να απαντήσει σ' αυτά τα ερωτήματα. "Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών" δεν είναι βιογραφία. Είναι μια σπονδυλωτή αφήγηση των τρόπων με τους οποίους μια τριανδρία αγίων απέκτησε συμβολική υπόσταση και συσχετίσθηκε, μέσω των εκπαιδευτικών μηχανισμών, με ευρύτερες πολιτισμικές, πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες τόσο εντός όσο και εκτός του νεοελληνικού κράτους. Συζητώνται οι συμβολικές διαστάσεις ενός εορταστικού γεγονότος, οι πολλαπλές σημάνσεις και λειτουργίες του "ελληνοχριστιανικού πολιτισμού", η συμπόρευση της θρησκείας με το έθνος στη νεοελληνική ιστορία, οι μεταβαλλόμενες εννοιολογήσεις του αγιολογικού σχήματος των Τριών Ιεραρχών ήδη από την εποχή της συγκρότησής του καθώς και η καταλυτική σημασία του στη διαδικασία αποτύπωσης των σχέσεων και των ορίων μεταξύ του "ελληνισμού" και του "χριστιανισμού".
Το βιβλίο αποτελεί συμβολή στην κατανόηση τόσο της σύζευξης της ελληνικότητας με την Ορθοδοξία όσο και των πολλαπλών χρήσεων που είχε αυτή η σύζευξη στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα.
 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Τι θα έλεγαν σήμερα οι Τρεις Ιεράρχες μπροστά στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση; Πάντα αυτοί έδιναν την απάντηση στα ερωτήματα του ελληνικού έθνους. Από πότε; θα ρωτήσετε. Μα «... Ανέκαθεν» είναι η σωστή απάντηση. Το πράγμα δεν είναι αστείο, αλλά η ιστορική πραγματεία της λέκτορος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Εφης Γαζή επί του ζητήματος, απολύτως εμπεριστατωμένη κατά τα άλλα, προκαλεί το αναπόφευκτο μειδίαμα. Μπορούμε εκ των υστέρων να απολαύσουμε τα τραντάγματα της ενσωμάτωσης μιας παράδοσης, αυτής των Τριών Ιεραρχών, η οποία στην ουσία της είναι μια κατασκευή, στην εθνική μας ιδεολογία. Αλλωστε δεν θα παρακολουθήσουμε κανένα εξωφρενικό φαινόμενο: έτσι συγκροτούνται οι παραδόσεις σε όλον τον κόσμο. Το βεβαιώνει και ο Ερικ Χόμπσμπαουμ στο βιβλίο του H επινόηση της παράδοσης, που θα κυκλοφορήσει σύντομα στις εκδόσεις Θεμέλιο.

Ας περάσουμε λοιπόν στην περίπτωση των τριών ανύποπτων Ιεραρχών. Ισως δεν το είχαν υποψιαστεί τότε, στα βάθη του 4ου βυζαντινού αιώνα, ότι κάποια στιγμή θα συνδέονταν νοερώς μεταξύ τους ως τα πρότυπα της ελληνοχριστιανικής αγωγής σε ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος. Αυτό είχε ήδη συμβεί εν μέρει, αλλά χωρίς πολλές προεκτάσεις, την περίοδο της αναγέννησης των ελληνικών γραμμάτων στο θεοκρατούμενο Βυζάντιο του 11ου αιώνα. Θα περνούσαν άλλοι οκτώ αιώνες ώσπου να επανεμφανιστούν στο προσκήνιο επισήμως. Οι μορφές τους αποτυπώθηκαν κάποια στιγμή στο λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη θέση της παρωχημένης εικόνας της θεάς Αθηνάς. Από τούδε η παλιά παράδοση κλήθηκε να εγκαθιδρύσει ένα νέο «έθνος πιστών». Οι τρεις μέγιστοι φωστήρες της Εκκλησίας αναδείχθηκαν ως τα δυναμικά σύμβολα της σύζευξης του «χριστιανισμού» με τον «ελληνισμό» σε χρόνια πολύ δύσκολα, που τα βάραινε εκτός των άλλων μια διάχυτη αίσθηση «εθνικής παρακμής».

H εντύπωση που δίνεται σήμερα, όπως σημειώνει η κυρία Εφη Γαζή μέσα από την εξέταση της ελληνικής πνευματικής παραγωγής των δύο τελευταίων αιώνων, είναι «ότι οι Ελληνες πήραν την κατιούσα μετά την ίδρυση του κράτους και ποτέ δεν κατόρθωσαν να συναγωνισθούν επάξια κοντινούς ή μακρινούς ένδοξους προγόνους». Αν προσθέσει κανείς σε μια τόσο αγωνιώδη αναζήτηση και την «ολέθρια επίδραση που είχε η επιρροή νέων ιδεών», τότε προκύπτει αυτή εδώ η σπαρταριστή γενεαλογία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Κάτι τέτοιο πάλι δεν είναι ξένο προς την έννοια της «παρασήμανσης», όπως τη διατύπωσε ο Ρολάν Μπαρτ και χρησίμευσε στη συγγραφέα για την προσέγγιση του μύθου των Τριών Ιεραρχών. Παρασήμανση ή παραχάραξη - κάτι πολύ φυσιολογικό δηλαδή για κάθε έθνος -, τα πράγματα έχουν ως εξής στο βιβλίο.

Τι γιορτή κι αυτή!
Ποιος είπε ότι η εορτή των Τριών Ιεραρχών δεν έχει ενδιαφέρον; Αν προβάλλονταν στα σχολεία σε οθόνες στιγμιότυπα από όσα έχουν προηγηθεί σε συνεστιάσεις και περιοδικά των πάππων και προπάππων μας, θα είχε άλλο γούστο φυσικά. Στο πρώτο κεφάλαιο ακριβώς παρακολουθούμε την ιστορία της σχολικής εορτής. H αφήγηση είναι προσωποκεντρική, παρ ότι δεν λείπουν οι αναφορές κοινωνιολογικού, ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου που δένουν τα πρόσωπα μεταξύ τους.

H σημασία αυτής της ετήσιας εορτής, η οποία είχε κάνει την εμφάνισή της από τα μεσοπολεμικά χρόνια, ενισχύθηκε την περίοδο του Εμφυλίου. Διασημότητες της εποχής αρχίζουν να παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλον: ο καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερο πάθος από το 1948 και μετά για την προάσπιση της «ελληνοπρεπούς άμα και χριστιανοπρεπούς αγωγής»· έπειτα ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος επεσήμανε εγκαίρως τη χαλάρωση του ενδιαφέροντος για τους Τρεις Ιεράρχες και ως πρύτανης αργότερα φρόντισε για τη φιλοτέχνηση του «ελληνοχριστιανικού λαβάρου», το οποίο παραγγέλθηκε σε εργαστήριο του Μονάχου. Την ίδια περίοδο ο Χρήστος Ανδρούτσος, από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Κεντρικού Εκκλησιαστικού Συνδέσμου, προώθησε περαιτέρω τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία.

Εν ολίγοις, τον 19ο αιώνα η Ορθοδοξία οριοθετούσε την ιδιοσυστασία της εθνικής κοινότητας «κυρίως στη σχέση της με τους "άλλους" στη Δύση και την Ανατολή». Αντιθέτως στον 20ό αιώνα ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» ανακίνησε διαμάχες κυρίως στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. «Οι αποχρώσεις ενός πολιτικού λόγου με θρησκευτικές αναφορές [...] πρέπει να κατανοούνται ως συνδυασμοί επιχειρημάτων με πολλαπλούς αποδέκτες, κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής» γράφει η συγγραφέας.

Ελληνικό διαβατήριο
Πομποί και αποδέκτες των μηνυμάτων πυκνώνουν στη συνέχεια: μεταξύ άλλων ο λευκαδίτης λόγιος Σπυρίδων Ζαμπέλιος έκανε λόγο για «χριστιανιζόμενο Ελληνισμό» και «ελληνοχριστιανή ιδέα» και ο εθνικός ιστοριογράφος Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) είχε συνείδηση του «νεαρού της εθνικής συνειδήσεως» στο έργο του. Πώς όμως θα γινόταν αποδεκτό οι «ευγενέστεροι και γνησιότεροι ελληνικοί χαρακτήρες», κατά τον Παπαρρηγόπουλο πάντα, να μην είναι Ελληνες; Το ζήτημα θορύβησε ακόμη και τον Νεοκλή Καζάζη, επιφυλακτικό ως ένα σημείο απέναντι στον «ελληνοχριστιανισμό», ο οποίος διακήρυξε το 1898, ενώ και οι συνθήκες είχαν ωριμάσει πια για κάτι τέτοιο, ότι οι Τρεις Ιεράρχες «[...] είνε Χριστιανοί, αλλά είνε και Ελληνες». Ασχετα από το αν οι δύο από τους τρεις (ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος) ήταν Καππαδόκες. Απέκτησαν ελληνικό διαβατήριο από τον Νεοκλή Καζάζη. Απλό ήταν.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, πιάνουμε την ιστορία πάλι από την αρχή. Εδώ, αντί για την εκπαιδευτική εορτή του 19ου και του 20ού αιώνα, θα ασχοληθούμε με την καθιέρωση της εκκλησιαστικής εορτής κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου A Κομνηνού και μετά. Αλλες αντιπαραθέσεις πάλι στην Κωνσταντινούπολη του 11ου αιώνα. Διότι ουδέποτε υπήρξε καθολική η συμφωνία για τη σπουδαιότητα των τριών αγίων και πατέρων της Εκκλησίας. Και κυρίως διότι τον καιρό εκείνο «η Ορθοδοξία αποτελούσε προϋπόθεση για την κατάληψη δημόσιου αξιώματος». Παρ όλα αυτά, «βιβλία στην πυρά στάλθηκαν ελάχιστες φορές στο Βυζάντιο».

Και εδώ είναι που θα συναντήσουμε μεταξύ άλλων την πιο γοητευτική φιγούρα της εποχής, τον Μιχαήλ Ψελλό. «Οξύνους και πολυμαθέστατος, εργατικός και ενθουσιώδης, πνεύμα καλλιεργημένο και διερευνητικό, χαρακτηρίζεται συχνά ως ένας ιδιάζων χαρακτήρας, "αυλοκόλακας" και "διπρόσωπος", εγωπαθής και φιλόδοξος, αγνώμων και νάρκισσος». Ενας γνήσιος Ελληνας-χριστιανός-ορθόδοξος δηλαδή. Αν καταλάβαμε καλά. Τα συμπεράσματα της συγγραφέως πάντως βρίσκονται στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο.

MAIPH ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 02-05-2004


Το βιβλίο της Εφης Γαζή κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες* και έχει ήδη προχωρήσει σε δεύτερη έκδοση, αφού πρωταγωνίστησε για αρκετές εβδομάδες στα «ευπώλητα» και φιγουράρισε στις προθήκες κεντρικών βιβλιοπωλείων σε όλη την Ελλάδα. Τύχη σπάνια -όχι ωστόσο μοναδική- για αμιγώς ιστορικό σύγγραμμα. Γιατί αποδείχτηκε λοιπόν τόσο ελκυστικός «Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών»;

Μία πρώτη απάντηση στο ερώτημα δίνει ο υπότιτλος του βιβλίου, που δηλώνει την πρόθεση της συγγραφέως να συγκροτήσει «μια γενεαλογία του "ελληνοχριστιανικού πολιτισμού"». Το αιτούμενο αυτό είναι αφετηριακά ενδιαφέρον για την ελληνική κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα -μια κοινωνία που έζησε και διαπλάστηκε στο πλαίσιο που όρισε ο λόγος περί ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Οι γενιές από το μεσοπόλεμο έως και τη μεταπολίτευση διατηρούν χωρίς άλλο ζωντανές τις μνήμες μιας εκπαίδευσης που θέλησε να προαγάγει τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», ενός πολιτικού λόγου που επιδίωξε να νομιμοποιηθεί δηλώνοντας την αφοσίωσή του στον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, του κριτικού αντίλογου που αμφισβήτησε τόσο τα συγκεκριμένα ιδεώδη όσο και τον «ελληνισμό» που αυτά προήγαγαν και κυρίως τής γκροτέσκο -και εξαιρετικά επώδυνης- εκδοχής του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού όπως την προασπίστηκαν οι αρχές της Χούντας. Τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, ο λόγος περί «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» ατόνησε, πολλοί μάλιστα βιαστήκαμε να θεωρήσουμε ότι η ελληνική κοινωνία είχε γυρίσει οριστικά τη σελίδα, για να αντιληφθούμε ωστόσο την πανηγυρική επιστροφή μιας εκσυγχρονισμένης εκδοχής του ίδιου λόγου: οι κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησε το θέμα των ταυτοτήτων απέδειξαν ότι η ελληνική κοινωνία δεν επιθυμεί να απεμπλακεί από την ισχυρή παράδοση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου αποτελεί ένδειξη του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού για έναν επιστημονικό λόγο που συνδιαλέγεται με ουσιαστικούς προβληματισμούς του παρόντος.

Προκειμένου να ψηλαφήσει τη γενεαλογία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, η Εφη Γαζή επιλέγει μια παραδειγματική ιστορία, το «δεύτερο βίο» των Τριών Ιεραρχών, την οποία και ακολουθεί σε τρεις μακρινές στο χρόνο στιγμές. Γιατί όμως επιλέγεται μια δευτερεύουσα πανεπιστημιακή γιορτή ως «αλληγορία» της συγκρότησης του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού; Η απάντηση που δίνει το βιβλίο είναι σαφής και τεκμηριώνεται μέσα από τις τρεις σπονδυλωτές ιστορίες. Η πρώτη ιστορία παρακολουθεί την καθιέρωση της πανεπιστημιακής γιορτής των Τριών Ιεραρχών από τα μέσα του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα. «Εορτή της παιδείας» που συνοδεύεται από βαρυσήμαντους λόγους, μέσα από τους οποίους παρακολουθούμε τη διαδικασία συγκρότησης ενός εθνικού και ταυτόχρονα θρησκευτικού αφηγήματος, με το οποίο διαπλάστηκαν γενιές και γενιές Ελλήνων: η σύνδεση πατρίδας και ορθόδοξης πίστης, η αναφορά στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό μέσα από το φίλτρο της χριστιανικής της ανάγνωσης.

Το μικτό αυτό -εθνικό και θρησκευτικό- αφήγημα αποτελεί ένα δεύτερο στάδιο στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Ως πρώτο στάδιο μπορούμε να θεωρήσουμε τη συγκρότηση μιας ενιαίας στο χρόνο και συνεχούς ελληνικής εθνικής ιστορίας, ιδεολογία η οποία αποτελεί πλέον κοινό τόπο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στις αρχές του 20ού αιώνα η εθνική ιδεολογία εμπλουτίζεται με μια δεύτερη παράμετρο -τη θρησκευτική- για να περάσουμε πλέον στην εποχή της αποκρυστάλλωσης του λεγόμενου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Ο ρόλος που επιτελούν οι Πατέρες της Εκκλησίας στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης παράδοσης είναι ακριβώς η σύνδεση της αρχαιοελληνικής παιδείας με τη χριστιανική πίστη. Η πανεπιστημιακή γιορτή των Τριών Ιεραρχών και οι συμβολισμοί της εικονογραφούν τις σχέσεις μεταξύ του ελληνικού έθνους, του Πανεπιστημίου και της Εκκλησίας. Οπως εύστοχα διαπιστώνει η συγγραφέας, την περίοδο αυτή λαμβάνει χώρα μια σειρά μεταλλάξεων: «Η θρησκευτική/εκκλησιαστική παράδοση εθνικοποιείται ενώ παράλληλα η διαδικασία συγκρότησης της εθνικής παράδοσης θρησκευτικοποιείται και εκκλησιαστικοποιείται».

Από τη διαπίστωση αυτή εκκινούν οι δύο επόμενες σπονδυλωτές ιστορίες, που συγκροτούν τη μελέτη και αναδεικνύουν τους τρόπους μέσα από τους οποίους η Ορθόδοξη Εκκλησία διεκδικεί την ελληνική αρχαιότητα. Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική ιστοριογραφία, καθώς εμπλουτίζει κριτικά τις σύγχρονες προσεγγίσεις που κάνουν λόγο για ένα διακριτό δίπολο μεταξύ νεοελληνικού διαφωτισμού και Ελληνικής Εκκλησίας και συνδέουν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό αποκλειστικά με το διαφωτισμό. Στο βιβλίο της Εφης Γαζή, αντίθετα, εντοπίζονται τα σημεία συνάντησης της χριστιανικής σκέψης με την αρχαιοελληνική παιδεία.

Η πρώτη αυτή συνάντηση λαμβάνει χώρα πίσω στο χρόνο, στη διάρκεια του 11ου αιώνα, την εποχή που καθιερώνεται στην ίδια την εκκλησιαστική παράδοση το σχήμα της γνωστής τριανδρίας. Ο ρόλος που επιτελεί το σχήμα της τριανδρίας, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, είναι διπλός και σχετίζεται άμεσα με τις θεολογικές έριδες του βυζαντινού κόσμου· αφενός, αποτελεί συμβολική μεταφορά του τριαδικού δόγματος· αφετέρου, ρυθμίζει τα όρια μεταξύ της ελληνικής παιδείας και του χριστιανισμού. Οι δύο παράμετροι λειτουργούν συμπληρωματικά, καθώς δίνουν στην ορθόδοξη Εκκλησία τη δυνατότητα να προβληθεί ως «κιβωτός μιας εκχριστιανισμένης εκδοχής των ελληνικών γραμμάτων».

Η δεύτερη συνάντηση χριστιανισμού και ελληνισμού αναζητείται ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, στον 4ο αιώνα μ.Χ., την εποχή που έζησαν οι τρεις Καππαδόκες Πατέρες. Μέσα από τη διερεύνηση του έργου τους, προκύπτει ότι οι Πατέρες πρόταξαν τη χριστιανική πίστη και τα χριστιανικά δόγματα απέναντι στη γνώση που κληροδότησε ο ελληνικός κόσμος. Με τον τρόπο αυτό, η ενσωμάτωση των ελληνικών γραμμάτων στη χριστιανική θεολογία υπήρξε επιλεκτική καθώς πέρασε μέσα από την απάλειψη θέσεων που δεν συμπορεύονταν με τη χριστιανική πίστη, όπως η δημιουργία και η ελευθερία του ατόμου. Η σχετική επιχειρηματολογία τονίζεται ακόμα περισσότερο με την αναφορά σε έναν τέταρτο Καππαδόκη, τον «φιλοσοφικώτερον των Πατέρων» Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος αποκλείστηκε τελικά από το σχήμα των Τριών Ιεραρχών, καθώς δεν έπεισε για τη δογματική καθαρότητα του έργου του.

Επιστρέφοντας στο κεντρικό ερώτημα της συγκρότησης του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, το οποίο διαπερνά το έργο, μπορούμε να ξαναδούμε την αφηγηματική διάρθρωση του έργου ως μια σειρά διαδοχικών συναντήσεων, οι οποίες διαμόρφωσαν τελικά τον ιδεολογικό μας ορίζοντα σήμερα. Πρόκειται για τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού και τη συνάντηση θρησκείας και έθνους. Προκειμένου να αναδείξει τις διαφορετικές χρονικότητες αυτών των συναντήσεων, η συγγραφέας διέρχεται το μεγαλύτερο μέρος της καθιερωμένης από το 19ο αιώνα «εθνικής ιστορίας» ακροβατώντας με επιτυχία στο νήμα που της ορίζει το κεντρικό της θέμα: η συγκρότηση της γνωστής ορθόδοξης τριανδρίας.

Σε μεθοδολογικό επίπεδο, το βιβλίο εντάσσεται στο πλαίσιο που χαράζουν οι σύγχρονες επιστημολογικές προτάσεις της διανοητικής ιστορίας. Τόσο τα ερωτήματα που θέτει όσο και τα εργαλεία που επιλέγει για να τα διερευνήσει εξοικειώνουν το ελληνικό κοινό με τη νέα ορολογία και τα ερευνητικά προτάγματα της διανοητικής ιστορίας. Παράλληλα ωστόσο -και εξίσου σημαντικό για τη συνάντηση της ιστορικής επιστήμης με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα- το βιβλίο εκκινεί και συνομιλεί με τους σύγχρονους προβληματισμούς: εκκλησία και κράτος, πίστη και γνώση.

Στο τέλος του έργου, η συγγραφέας μάς προτείνει να δούμε την πανεπιστημιακή γιορτή ως μια μαγική εικόνα που μεταμορφώνεται σύμφωνα με τα ερωτήματα που θέτει η κάθε εποχή. Με ανάλογο τρόπο, ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να δει το ίδιο το βιβλίο ως μια μαγική εικόνα που μεταμορφώνει τα ερωτήματα που θέτει το παρόν. Με αυτό τον τρόπο, το έργο επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και την κριτική σκέψη των αναγνωστών του. Στο κάτω κάτω, η ίδια η κοινωνία μας ζει μέσα σε μαγικές εικόνες που συγκροτούν, αποδομούν και ανασυγκροτούν νοήματα και ερωτήματα, χρησιμοποιώντας με τη σειρά της και υλικό από την επιστημονική παραγωγή. Μένει να δούμε ποιος θα είναι ο «τρίτος βίος» των Τριών Ιεραρχών, με την αναψηλάφηση της δεύτερης ζωής τους από την 'Εφη Γαζή.
*εννοεί του 2004
ΙΟΥΛΙΑ ΠΕΝΤΑΖΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/09/2004

30.1.14

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ (Α)ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Οι τρεις Ιεράρχες (Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος και Γρηγόριος Ναζιανζηνός)
Οι παρακάτω "εκκλησιαστικοί πατέρες", τιμώνται ως "τρεις ιεράρχες, προστάτες της ελληνικής παιδείας"(!) και εορτάζονται πανηγυρικά κάθε 30 Ιανουαρίου στη "γιορτή των γραμμάτων". Γιατί λέει, οι άγιοι αυτοί παππούληδες, συνταίριαξαν αρμονικά τον ελληνισμό με το χριστιανισμό κι έφτιαξαν τον ανυπέρβλητο "ελληνοχριστιανικό πολιτισμό"! Δείτε όμως τα έργα και τις ημέρες τους και διαπιστώστε μόνοι σας, ποιο πολιτισμό (εκ)θεμελίωσαν!

Μέγας Βασίλειος, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας 
(Ο Άη-Βασίλης)
"Είναι εχθροί οι Έλληνες, διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζοντας με ορθάνοιχτο στόμα τον Ισραήλ. Στόμα δε λέγει εδώ ο προφήτης (βλ Ησαΐας Θ΄ 11) την σοφιστική του λόγου δύναμην η οποία τα πάντα χρησιμοποίησε για να παραπλανήσει τους εν απλότητι πιστεύσαντας"
Βασίλειος Καισαρείας, "εις τον Προφήτην Ησαΐαν" 9.230.8
Και παρακάτω: "Μη δειλιάζετε από των Ελληνικών πιθανολογημάτων, τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυλού τη ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός τη φωτεινότητα, αλλά ως δάδες καπνίζουσες καταμελανώνουν και σπιλώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώνυμος γνώση σε όσους τη χρησιμοποιούν".
Βασίλειος ο Μέγας, (330-379) "εις τον Προφήτην Ησαΐαν", Προοίμιον 7.196.3

Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος
"Η μητέρα μου πρόσεχε να μη φιλήσουν τα χείλη μου ελληνικά χείλη, να μην αγγίξουν τα χέρια μου ελληνικά χέρια και ούτε ελληνικά τραγούδια να μολύνουν τα αφτιά και την γλώσσα μου". 
"Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου", παρ. ι’
"Οι αμόρφωτοι (!) φιλόσοφοι, ενώ μυθολογούσαν για τα άστρα και δημιούργησαν την αστρολογία, δεν κατάφεραν να εξηγήσουν πως μας διοικεί ο Θεός".
"Λόγος προς αστρονόμους"
"Η βάπτιση του Ιησού, δεν είναι μυστήριο απατηλό, ούτε ελληνική απάτη και μέθη. Είναι μυστήριο θείο και λαμπρό".
"Εις τα Άγια Φώτα", παρ. α'
"Η σοφία των Ελλήνων είναι τύφος, Οι Έλληνες είναι αλαζόνες, δεισιδαίμονες, αυθάδεις". 
"Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον"
"Ποίος Ευκλείδης εμιμήσατο ταύτα, γραμμαίς εμφιλοσοφών ταις ουκ ούσαις, και κάμνων εν ταις αποδείξεσι; Τίνος Παλαμήδους τακτικά κινήματά τε και σχήματα γεράνων, ως φασι, και ταυτά παιδεύματα κινουμένων εν τάξει, και μετά ποικίλης της πτήσεως; Ποίοι Φειδίαι και Ζεύξιδες και Πολύγνωτοι, Παρράσιοι τε τινες και Αγλαοφώντες, κάλλη μεθ᾿ υπερβολής γράφειν και πλάττειν ειδότες;". 
"Λόγος θεολογικὸς Β', περὶ Θεολογίας", παρ. 25

Ιωάννης Χρυσόστομος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης
"Αν στα ενδότερα (των ελληνικών σκέψεων) κοιτάξεις θα δεις, τέφρα και σκόνη και υγιές ουδέν, αλλά τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, (των Ελλήνων φιλοσόφων!) τα πάντα δε γεμάτα ακαθαρσίες και ιχώρ, (πύον!) και πάντα τα δόγματά τους βρίθουν σκωλήκων. Αυτά γέννησαν και αύξησαν οι Έλληνες, από των φιλοσόφων λαβόντες. Ημείς δε ου παραιτούμεθα της κατ’ αυτών μάχης" - Ι. Χρυσόστομος (344-407), "εις Άγιον Ιωάννην τον Ευαγγελιστήν", Ομιλία ξς' 59.369.12 - 370.11
Ο φιλοβαρβαρικός μισελληνισμός του Ι. Χρυσοστόμου: "Όσο πιο βάρβαρο φαίνεται ένα έθνος και της ελληνικής απέχει παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα. Ούτος ο (πιστός) βάρβαρος, την οικουμένη ολάκερη κατέλαβε και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανίζονται, τούτου (του πιστού βαρβάρου) καθ’ εκάστην λαμπρότερα γίνονται" - Ι. Χρυσόστομος "εις Ιωάννην" 59.31.33
Ο Χρυσόστομος με εμπρηστικές δηλώσεις του υπονόμευσε (και τελικά αφάνισε) τη μεγάλη Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη:
"Τί λοιπόν, άγιος έσται ο ναός του Σεράπιδος (Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη) δια τα βιβλία; Μη γένοιτο! Αλλά δαίμονες οικούσι τον τόπον. Μάλλον δε και αυτών (των Ελλήνων) όντων δαιμόνων και παρ' αυτών βωμός στέκει απάτης αόρατος, εις τον οποίον ψυχάς ανθρώπων θυσιάζουσι. Κατάλαβε λοιπόν και διέδωσε ότι δαίμονες κατοικούν εκεί" (Δαιμονικά ψυχοθυσιαστήρια ήταν κατά το "σοφό ιεράρχη", οι βιβλιοθήκες των Ελλήνων!) - Ι. Χρυσόστομος, Λόγοι κατά Ιουδαίων 48.851.38 έως 852.35
Ο Χρυσόστομος απαγορεύει τα ελληνικά ονόματα: "κανείς δεν πρέπει στα παιδιά του, των (Ελλήνων) προγόνων να καλεί τα ονόματα, του πατέρα, της μητέρας, του πάππου και του προπάππου, αλλά αυτά των δικαίων, της Παλαιάς Διαθήκης" - Ι. Χρυσόστομος, Περί κενοδοξίας και πώς δει τους γονείς ανατρέφειν τα τέκνα (690) 641.65
Ο Χρυσόστομος επιστράτευσε μισθοφόρους για τη συστηματική κατεδάφιση των ελληνικών μεγαλουργημάτων. "Ο δε μέγας Ιωάννης (ο Χρυσόστομος) ασκητάς πυρπολουμένους από ζήλον θεού (φανατισμένους καλόγερους) συνέλεξε, με βασιλικούς δε νόμους αυτούς οπλίσας, κατά των ελληνικών έπεμψε τεμενών, τα δε χρήματα για τους κατεδαφιστές και τους βοηθούς, δεν έλαβε απ’ τα βασιλικά ταμεία, αλλά από πλούσιες γυναίκες που φιλοτίμως να παρέχουν κατέπειθε, ώστε με την λαμπρή τους πίστη να κερδίσουν την ευλογία. Έτσι τους υπολειπόμενους σηκούς (ελληνικούς ναούς, όπως της Εφεσίας Αρτέμιδος) με τούτον τον τρόπον εκ βάθρων ανέσπασεν (γκρέμισε)" - Θεοδώρητου, Εκκλησιαστική Ιστορία (Τομ. 50ος σελ. 328 - 330).

Το απύθμενο μίσος του χριστιανισμού (και ειδικότερα των "πατέρων" του) κατά του Ελληνισμού περιγράφει εύστοχα ο φιλόσοφος Έρασμος στο έργο του "Μωρίας Εγκώμιον": "η μωρία προβάλλεται ως σοφία και η σοφία συκοφαντείται ως μωρία". Τί κατάντημα, αλήθεια, μέχρι και στον 21ο αιώνα οι διώκτες να προβάλλονται ως "προστάτες", οι φωτοσβέστες ως "μέγιστοι φωστήρες", οι ανθέλληνες ως "θεμελιωτές του ελληνοχριστιανισμού", οι καταστροφείς του πολιτισμού ως "αναμορφωτές της οικουμένης"! Με τέτοιους προστάτες δεν είναι ανεξήγητο το πως έφτασε στη σημερινή της ξεφτίλα η παιδεία και η χώρα μας!

Διαβάστε περισσότερα στο ιστολόγιο "Πάρε - δώσε"
και στο βιβλίο της Έφης Γαζή "Ο δεύτερος βίος των τριών Ιεραρχών - Μια γενεαλογία του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού" Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ