Ο Μπετόβεν, την τελευταία δημιουργική του περίοδο γράφει τις μεγαλόπνευστες σονάτες του για πιάνο, για να πει μ’ αυτές τον πόνο του, την απελπισία του, την οργή του για την αδυσώπητη ειμαρμένη. Γράφει, για να κατεβεί μ’ αυτές κοντά στους ανθρώπους που πονούν, γράφει για να τους παρηγορήσει. Για ν’ αδελφωθεί μ’ αυτούς μέσα στην παγκόσμια οδύνη. Μ’ αυτές, ο γιγάντιος μουσουργός πραγματοποιεί εκείνο που είχε πει για τον εαυτό του ο Γκαίτε: «ο άνθρωπος μένει βουβός στη θλίψη· σε μένα όμως, ένας θεός έδωσε τη δύναμη να λέω ότι πάσχω» Απροσπέλαστος στις τελευταίες σονάτες του, όπου παραδίνεται στη μεταφυσική έρευνα, ο Μπετόβεν πλησιάζει στις άλλες πολύ κοντά στις ψυχές των ανθρώπων, που καθρεφτίζεται μέσα τους η παγκόσμια απελπισία. Μέσα στις 32 συνολικά δημιουργίες του είδους αυτού, η σονάτα έργο 27, η «Παθητική», η «Απασιονάτα», η σονάτα έργο 31 και τόσες άλλες μικρότερες είναι κτήμα όχι μονάχα των μουσικών, μα και όλων των ανθρώπων.
Η σονάτα opus 27 είναι γνωστή με το όνομα “Moonlight sonata” ή “Claire de lune” δηλ. «σονάτα του σεληνόφωτος». Ένας κακότεχνος ιστοριογράφος του συνθέτη της έδωσε τον τίτλο αυτό, που όμως ευθύς εξ αρχής τον αποκρούει ο ενδόμυχος χαρακτήρας και η μουσική ιδιοσυστασία του έργου. Είναι μια μουσική ψυχογραφία, που συγκινεί ως τα τρίσβαθα, χωρίς την ανάγκη να μας περισπάσει, όπως το σεληνόφως, με εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, τη στιγμή που η ψυχή και το δράμα που τη συγκλονίζει είναι τα μόνα παντοδύναμα κίνητρα της μπετοβενικής έμπνευσης. Στη διαδρομή της σονάτας μας αποκαλύπτεται ο απέραντος έρωτάς του για την Τζουλιέττα Γκουιτσάρντι, την κοπέλα που προτίμησε να ονομαστεί κυρία φον Γκάλλεμπεργκ, από την τιμή να γίνει γυναίκα του Μπετόβεν. Στην άρνηση της Τζουλιέττας η ανθρωπότητα οφείλει αυτό το πιανιστικό αριστούργημα. Η βαθιά απελπισία του συνθέτη εξαγνίζει την έμπνευσή του. Το adagio και το finale της σονάτας εκφράζουν δυο αντίθετες ψυχογραφίες της θλίψης. Το πρώτο μέρος είναι η εγκαρτέρηση μέσα στη σπαραγμένη μόνωση. Τις δύο αυτές ζοφερές σελίδες χωρίζει και γεφυρώνει συνάμα το allegretto. Ο Λιστ είχε αποκαλέσει το μέρος αυτό «ένα λουλούδι ανάμεσα σε δυο αβύσσους». Δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να χαρακτηρίσει καλύτερα τις λίγες αυτές γραμμές, τις τόσο δροσερές κι αχτιδόχαρες, που σχηματίζουν ένα φωτεινό ανάγλυφο ανάμεσα στα δυο αβυσσαλέα κομμάτια που το περιβάλλουν. Στο finale ακούγονται απελπισμένες διαμαρτυρίες μιας αδικημένης ύπαρξης που παλεύει με τη μοίρα. Είναι ο Μπετόβεν άνθρωπος, που πονεί και κλαίει. Τα σπαρακτικά ακόρντα ξεσπάνε στο τέλος του κάθε λυγμού σαν κεραυνώματα της ερωτικής απελπισίας. Ξαναρχίζει σε πέντε-έξη μέτρα το αβάσταχτο ψυχικό δράμα. Και στο τέλος ξεσπάει στις ύψιστες του πάθους κραυγές… Η “Claire de lune” είναι ένα έργο τόσο απλό στα μέσα της πραγματοποίησής του, που η υπέρτατη αυτή απλότητα μας τρομάζει σαν ένα ανεξήγητο μυστήριο. Κάτι το υπερφυσικό, κάτι το ιερό, μας φράζει την είσοδο μέσα στα άδυτα της τέχνης του Μπετόβεν. Όσο και να πιστέψουμε, όσο και να δεηθούμε, δε θα μας επιτραπεί ποτέ ν’ αντικρίσουμε πρόσωπο με πρόσωπο την υπερκόσμια αυτή μεγαλοφυΐα…
Η σονάτα opus 27 είναι γνωστή με το όνομα “Moonlight sonata” ή “Claire de lune” δηλ. «σονάτα του σεληνόφωτος». Ένας κακότεχνος ιστοριογράφος του συνθέτη της έδωσε τον τίτλο αυτό, που όμως ευθύς εξ αρχής τον αποκρούει ο ενδόμυχος χαρακτήρας και η μουσική ιδιοσυστασία του έργου. Είναι μια μουσική ψυχογραφία, που συγκινεί ως τα τρίσβαθα, χωρίς την ανάγκη να μας περισπάσει, όπως το σεληνόφως, με εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, τη στιγμή που η ψυχή και το δράμα που τη συγκλονίζει είναι τα μόνα παντοδύναμα κίνητρα της μπετοβενικής έμπνευσης. Στη διαδρομή της σονάτας μας αποκαλύπτεται ο απέραντος έρωτάς του για την Τζουλιέττα Γκουιτσάρντι, την κοπέλα που προτίμησε να ονομαστεί κυρία φον Γκάλλεμπεργκ, από την τιμή να γίνει γυναίκα του Μπετόβεν. Στην άρνηση της Τζουλιέττας η ανθρωπότητα οφείλει αυτό το πιανιστικό αριστούργημα. Η βαθιά απελπισία του συνθέτη εξαγνίζει την έμπνευσή του. Το adagio και το finale της σονάτας εκφράζουν δυο αντίθετες ψυχογραφίες της θλίψης. Το πρώτο μέρος είναι η εγκαρτέρηση μέσα στη σπαραγμένη μόνωση. Τις δύο αυτές ζοφερές σελίδες χωρίζει και γεφυρώνει συνάμα το allegretto. Ο Λιστ είχε αποκαλέσει το μέρος αυτό «ένα λουλούδι ανάμεσα σε δυο αβύσσους». Δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να χαρακτηρίσει καλύτερα τις λίγες αυτές γραμμές, τις τόσο δροσερές κι αχτιδόχαρες, που σχηματίζουν ένα φωτεινό ανάγλυφο ανάμεσα στα δυο αβυσσαλέα κομμάτια που το περιβάλλουν. Στο finale ακούγονται απελπισμένες διαμαρτυρίες μιας αδικημένης ύπαρξης που παλεύει με τη μοίρα. Είναι ο Μπετόβεν άνθρωπος, που πονεί και κλαίει. Τα σπαρακτικά ακόρντα ξεσπάνε στο τέλος του κάθε λυγμού σαν κεραυνώματα της ερωτικής απελπισίας. Ξαναρχίζει σε πέντε-έξη μέτρα το αβάσταχτο ψυχικό δράμα. Και στο τέλος ξεσπάει στις ύψιστες του πάθους κραυγές… Η “Claire de lune” είναι ένα έργο τόσο απλό στα μέσα της πραγματοποίησής του, που η υπέρτατη αυτή απλότητα μας τρομάζει σαν ένα ανεξήγητο μυστήριο. Κάτι το υπερφυσικό, κάτι το ιερό, μας φράζει την είσοδο μέσα στα άδυτα της τέχνης του Μπετόβεν. Όσο και να πιστέψουμε, όσο και να δεηθούμε, δε θα μας επιτραπεί ποτέ ν’ αντικρίσουμε πρόσωπο με πρόσωπο την υπερκόσμια αυτή μεγαλοφυΐα…
Wilhelm Kempff plays Beethoven's Moonlight Sonata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου