8.10.06

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ


Σ’ ένα φθινοπωρινό κυριακάτικο απομεσήμερο
βαστάς τη σκέψη σου ασάλευτη,
δεμένη με τ’ ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμα,
τα ζωντανά της άνοιξης τα δέντρα,
τη θάλασσα και την αγάπη της,
που ’χει και τη δροσιά και τη φρεσκάδα και το φως της,
και την αρμύρα και την πίκρα
του αναπόφευκτου του χωρισμού.

Κρατάς σφιχτά στα χέρια σου
σκιές κι αφές κι άστρα ολόλαμπρα, φουχτιές αστέρια.
Θυμάσαι το χαμόγελο του φεγγαριού
και το φτερούγισμα των γλάρων,
το μαύρο όγκο κάποιου γέρικου καραβιού,
τα κουφωμένα βράχια, τα γραφικά νησιά,
το φως της πόλης το απόμακρο,
το φόβο -γιατί όχι- μα τον ολότελα αλλιώτικο.

Τώρα, τι να κοιτάξεις σε τούτο το σκοτεινό τ’ απομεσήμερο;
Φύγανε τα πουλιά κι οι άκρες του ορίζοντα αβέβαιες
και το καθήκον έδιωξε την ομορφιά και τη χαρά.
Κομμάτια από τ’ όνειρο σπαρμένα εδώ κι εκεί,
σπασμένη κι η λαχτάρα της ζωής
σε τούτη την παθητική γαλήνη…

Δεν υπάρχουν σχόλια: