17.7.13

ΣΚΕΨΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑ

Τα τελευταία χρόνια νιώθω ηλίθιος. Πολύ ηλίθιος. Δεν είναι επειδή κατάλαβα, πως δεν κατάγομαι από τους αρχαίους έλληνες, αλλά από κάποιες φυλές της Βαλκανικής, της Ασίας ή της Αφρικής. Ούτε είναι επειδή κατάλαβα, πως όλες οι θρησκείες λοβοτομούν μυαλά, γεμίζουν τον άνθρωπο με φόβο και τον κάνουν να αισθάνεται ενοχές με το παραμικρό. Ούτε είναι οι εθνικοί μύθοι, που με το κιλό με τάισαν οι δάσκαλοί μου από το νηπιαγωγείο. Πάει πολύς καιρός, που όλα αυτά τα ξεπέρασα. Πόνεσα, δάκρυσα, θύμωσα, αντιστάθηκα, αλλά τελικά τα πέταξα πίσω μου, γιατί το πικρό ποτήρι της αλήθειας αν αποφασίσει κάποιος να το πιει μονορούφι τον βοηθά να νιώσει πιο ελεύθερος και πιο ανθρώπινος, χωρίς φαντασιώσεις, χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς εθνικιστικές ψευτο-υπερηφάνειες, που χωρίς αντίκρυσμα φουσκώνουν πνευμόνια και αχρηστεύουν μυαλά. Δεν είναι τίποτα απ' όλα αυτά, που με κάνουν να νιώθω τόσο ηλίθιος. Άλλο πράγμα είναι...
Το κράτος ουδέποτε με βοήθησε. Με το δημόσιο δε φλέρταρα ποτέ. Δεν ήθελα. Από κάποια κόμματα και κινήματα πέρασα, είναι αλήθεια, αλλά έφυγα, όταν η μυρωδιά τες σήψης μού τρύπησε τα ρουθούνια, μού ανακάτεψε το στομάχι και μ’ έκανε να σιχαθώ αυτούς, που με τριγύριζαν. Έφυγα κι απ' αυτούς. Κοίταξα τη δουλειά μου, τα παιδιά μου, τα βιβλία μου, τους λίγους και πραγματικούς μου φίλους. Κάπου-κάπου ένιωθα άσχημα, που έβλεπα τον τόπο μου να καταρρέει, να ισοπεδώνεται, να εξευτελίζεται, να ζητιανεύει δανεικά από τους ευρωπαίους, για να συντηρήσει άτομα άχρηστα, κομματικούς στρατούς, αντιπαραγωγικά ανθρωπάρια γεννημένα μέσα στην κούνια της σαπίλας και της γραφειοκρατίας, άτομα φοβικά, οκνά και ανίκανα. «Ας είναι», έλεγα μέσα μου... «Ίσως κάποια μέρα τα πράγματα ν' αλλάξουν».
Παρηγοριόμουν αν και μέσα μου γνώριζα, πως η χώρα αυτή φτιάχτηκε για να λειτουργεί σαν προτεκτοράτο, σαν το κλωτσοσκούφι των μεγάλων δυνάμεων, επειδή έχει θέα όμορφη και έδαφος γεμάτο πλούτο. Ήρθε όμως η ώρα της οικονομικής κατάρρευσης. Γύρω μου βλέπω να γκρεμίζονται κάστρα, φίλους μου να είναι στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, μαγαζιά με λουκέτα, ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια να φάνε, και παιδιά... πολλά πεινασμένα παιδιά. Νιώθω ηλίθιος, όταν αντικρίζω πεινασμένα παιδιά, γιατί σκέφτομαι τα δικά μου παιδιά. Σκέφτομαι, πως αν τα πράγματα συνεχίσουν να εξελίσσονται μ' αυτούς τους ρυθμούς και τα δικά μου παιδιά θα πεινάσουν. Στο τέλος, οι μόνοι, που θα έχουν δουλειά, θα είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι υπόλοιποι θα τρώνε τις σάρκες τους και θα ξεπουλάνε το βιός τους για ψίχουλα, για να μπορέσουν να πάρουν γάλα και ψωμί για τα παιδιά τους. Ίσως μέσα στους υπόλοιπους να βρεθώ και εγώ, αλλά κι οι φίλοι μου, που κάθε μέρα βγαίνουν να κυνηγήσουν το ανύπαρκτο πια μεροκάματο. Νιώθω ηλίθιος. Από τη μια πεινασμένα παιδιά. Από την άλλη, πολιτικοί, υψηλόβαθμοι κρατικοί λειτουργοί, δημαρχαίοι, σύμβουλοι, υπουργοί, βουλευτές, συνεχίζουν το φαγοπότι... με τί όμως; Με τα λεφτά, που όλοι εμείς πληρώναμε στα ταμεία και την εφορία. Σαπίλα, διαφθορά, κλεψιά, απάτη, ατιμωρησία.
Δε χρειάζονται άλλες λέξεις, για να περιγράψει κανείς το ρωμέικο κράτος. Αυτές φτάνουν. Μού ζητούν να πληρώσω φόρους πιο πολλούς. Μ’ έχουν τσακίσει. Μού έχουν καταστρέψει την υγεία μου, μού έχουν σβήσει τη χαρά ενός όμορφου βραδινού ύπνου. Μού πήραν το κεφάλι και το γέμισαν με άγχος, με αγωνία, με ανασφάλεια. Τώρα με απειλούν. Λένε, πως θα μού τα πάρουν όλα αν δεν τους πληρώσω. Φτιάχνουν νόμους, για να με φυλακίσουν, να μου κατασχέσουν το φτωχικό μου, να ρίξουν τα παιδιά μου στο δρόμο... Νιώθω ηλίθιος, γιατί όλα αυτά, που μου κάνουν, έχουν ένα και μόνο σκοπό. Να συνεχίσουν το ατέλειωτο φαγοπότι τους. Τίποτα δεν παράγεται, τίποτα δεν διορθώνεται, τίποτα δεν αλλάζει...
Κάθε μέρα ακούω και για ένα καινούργιο σκάνδαλο μέσα στο δημόσιο. Πολλά εκατομμύρια στις τσέπες των τρωκτικών της εξουσίας. Τρώνε από το υστέρημά μου. Τρώνε τα παραπάνω λεφτά, που μου ζήτησαν να πληρώσω για την υποτιθέμενη αλληλεγγύη. Ψέματα! Όλα ψέματα! Το ομολογούν και οι ίδιοι πως τα λεφτά, που πληρώνουμε, δέν πάνε εκεί, που μάς είπαν πως θα πάνε. Τους βλέπω στο «γελοίο κουτί» με τα λαμπερά τους ρούχα, τα πανάκριβα αμάξια τους με τους σωφέρ τους και τα δουλικά τους, που τρέχουν ξωπίσω τους για λίγες στάλες δόξας, για λίγο ακόμα βόλεμα, για κανένα ακόμα ρουσφετάκι! Τώρα μου λένε πως θα με σώσουν. Ποιοι; Αυτοί, που με κατέστρεψαν! Αυτοί, που φέρνουν την πείνα στα πρόσωπα των μικρών παιδιών! Αχρείοι, αλήτες, αποβράσματα, υπάνθρωποι, κατώτερες μορφές του ζωικού βασιλείου, άχρηστοι και ανίκανοι, παιδιά του κομματικού σωλήνα! Σπέρνετε το φόβο και το θάνατο, σπέρνετε την κατάθλιψη και τη μιζέρια. Όλοι σας. Καμία εξαίρεση ούτε απέναντι σε σας ούτε και στα κόμματα, που φτιάξατε. Off shore εταιρίες είναι τα κόμματά σας.
Και ο λαός; Ο λαός εκτονώνεται με το Λαζόπουλο και το Σουλεϊμάν το μεγαλοπρεπή. Αγράμματος, λοβοτομημένος, μαστουρωμένος από τη θρησκεία και τους ελπιδεμπόρους της. Αγελαίος λαός. Κοπάδι προβάτων, που ακόμα και τη σκιά του την περνάει για αλεπού και κρύβεται. Λαός φοβισμένος, που ακούει τον ήχο της πορδής του και λουφάζει κάτω απ' το τραπέζι. Λαός άξιος της μοίρας του! Υπάρχουν και οι λίγοι, αυτοί, που ξεγλίστρησαν απ' τη μηχανή του κιμά, αυτοί, που ξεγέλασαν το δήμιο της λοβοτομής και μπορούν ακόμα και σκέφτονται. Ακομμάτιστα, χωρίς αγκυλώσεις σκέφτονται...Είναι όμως λίγοι, πολύ λίγοι. Σέρνονται σα σκιές στο φεγγαρόφωτο. Σέρνονται, αλλά σκέφτονται τις δικές τους τις σκέψεις και όχι κάποιων άλλων. Αδογμάτιστοι, χωρίς κομματικές παρωπίδες, χωρίς τελωνεία σκέψης χωμένα μέσα στο μυαλό τους.
Υπάρχουν όμως και τα παιδιά. Τα παιδιά, που πεινάνε και τα παιδιά, που σύντομα θα πεινάσουν. Ναι, αυτά τα παιδιά είναι η αιτία, που αισθάνομαι ηλίθιος! Με συσσίτια και εράνους δεν μπορούν να ταϊστούν αυτά τα παιδιά. Το μέλλον τους δεν μπορεί να κρύβεται μέσα στις κονσέρβες ελεημοσύνης και τα ρούχα, που μαζεύουν κάποιες φιλόπτωχες οργανώσεις. Κάπου αλλού θα βρίσκεται και θα πρέπει να αναζητηθεί. Ποιο παιδί όμως, θα το αναζητήσει, όταν η πείνα το διπλώνει στα δύο; Ποιο παιδί θα πασχίσει να το βρει αντικρίζοντας το θολό βλέμμα του άνεργου πατέρα του;
Θυμάμαι την ιστορία στην Οδύσσεια με τον Αίαντα τον Τελαμώνειο. Ο Ποσειδώνας του είχε τσακίσει το καράβι και τον έριξε σε μια θάλασσα φουρτουνιασμένη. Πεισματάρης όμως, ο Αίαντας, έκανε μια κορυφαία δήλωση: «Εγώ θα βγω στη στεριά, ακόμα κι αν δε θέλουν οι θεοί».
Κουφάλες! Παραφράζω τον Αίαντα: «Μακριά απ' τα παιδιά! Μακριά απ' τα δικά μου παιδιά και τα παιδιά κάθε μεροκαματιάρη, που τολμά και σκέφτεται! Δεν ξέρετε τι σάς περιμένει. Δεν ξέρετε τί γενίτσαρους σάς ετοιμάζουμε, για να σάς σκίσουν στα δύο μια μέρα. Στα πεινασμένα πρόσωπα αυτών των κατατρεγμένων παιδιών, μια μέρα θα αντικρίσετε το τέλος σας και πιστέψτε με, θα είναι τραγικό...».
ΠΗΓΗ: Γιάννης Καραλής, διαδικτυακό περιοδικό "Ελεύθερη Έρευνα"

Δεν υπάρχουν σχόλια: