31.12.06

ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Τα περισσότερα από τα πανελλήνια ή τοπικά έθιμα της πρωτοχρονιάς είναι κατάλοιπα λατρευτικών τελετών της ελληνικής αρχαιότητας και της ρωμαϊκής εποχής και κάποια άλλα έχουν μεταφερθεί από γειτονικές χώρες και προσαρμόστηκαν στα δικά μας μέτρα.
Για παράδειγμα, κάλαντα συναντούμε και στην εποχή του Ομήρου. Συνήθιζαν και τότε οι χωρικοί (και ο ίδιος ο Όμηρος) να γυρίζουν στα σπίτια των συγχωριανών τους και να τραγουδούν την «ειρεσιώνη»(*), μια φορά την άνοιξη, παρακαλώντας τη γη να καρπίσει και μια φορά το φθινόπωρο, για να την ευχαριστήσουν για τη συγκομιδή των καρπών.
Αλλά και η βασιλόπιτα, έλκει την καταγωγή της από πολύ παλιά. Κατά μία άποψη έχει ρωμαϊκή προέλευση και συγκεκριμένα από τα ρωμαϊκά «Σατουρνάλια» ή τα ελληνικά «Κρόνεια», γιορτές δηλ. αφιερωμένες στο Σατούρνο, το θεό Κρόνο, που γιορτάζονταν γύρω στις 25 του Δεκέμβρη και οι γιορτές, που κρατούσαν 7 ημέρες, ήταν γεμάτες τραγούδια, ξεφαντώματα, ακράτητη χαρά και ενθουσιασμό. Οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν και αντάλλασσαν μεταξύ τους δώρα. Ανάμεσα στα δώρα ήταν και φρούτα με χρυσά ή ασημένια νομίσματα μέσα τους. Σιγά-σιγά εγκατέλειψαν τα φρούτα κι άρχισαν να κρύβουν τα νομίσματα μέσα σε μεγάλες πίτες, σαν ένα σύμβολο καλής τύχης και πλούτου. Ο τυχερός, μάλιστα, του σπιτιού ή της παρέας που θα ’βρισκε το νόμισμα, ανακηρύσσονταν «βασιλιάς της βραδιάς» και γι’ αυτό η πίτα αυτή ονομάστηκε «βασιλόπιτα».
Στη Μακεδονία οι άντρες την πρωτοχρονιά αναβιώνουν τα «ρουγκατσάρια», δηλαδή μασκαρέματα, μια καθαρά διονυσιακή γιορτή, που γιορτάζονταν και στην αρχαιότητα την ίδια ακριβώς εποχή και ονομάζονταν «Διονύσια» Το έθιμο ζει και σήμερα στη Βέροια, τη Νάουσα, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τη Σιάτιστα και αλλού. Ο Διόνυσος δεν είναι μόνο θεός του κρασιού και προστάτης των αμπελιών αλλά και θεός που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο, η προσωποποίηση δηλ. της βλάστησης που αρχίζει την άνοιξη και ξεραίνεται το χειμώνα. Έτσι, τις δύο μορφές του Διόνυσου, του γερο-χειμώνα και της νεαρής άνοιξης, παρασταίνουν οι «ρουγκατσάρηδες», ντυμένοι και μασκαρεμένοι ανάλογα. Ο ένας τύπος καμπούρης, κουρελής και γερασμένος, ο άλλος, δυνατός και καλοντυμένος. Ένα τρίτο πρόσωπο του διονυσιακού θιάσου είναι η «Μπούλα», η κοπέλα δηλ. που συμβολίζει τη βλάστηση και τη νέα ζωή. Στα δρώμενα, η Μπούλα τα φτιάχνει με το νέο και προσπαθεί να ξεφύγει από την επίβλεψη του γέρου, πράγμα που τελικά το καταφέρνει.
Έθιμα σαν τα παραπάνω συναντούμε σε πολλές ακόμα περιοχές της πατρίδας μας, όλα διονυσιακά, πανάρχαια ελληνικά, γνήσια λαϊκά, που άντεξαν στο χρόνο και στην πολιτισμική μας αλλοτρίωση.
Άντε, καλή μας χρονιά και του χρόνου!

(*) Η ειρεσιώνη, κατά τον Παυσανία, ήταν ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με μαλλί από το οποίο κρέμονταν διάφοροι καρποί της γης. «Αμφιθαλείς παίδες», δηλαδή παιδιά που είχαν και τους δύο γονείς στη ζωή, περιέφεραν την ειρεσιώνη από οικία σε οικία και έψελναν το ομώνυμο άσμα, που έχει ως εξής: «ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αποψήσασθαι και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη». Τα παιδιά, για τον κόπο τους, έπαιρναν από τους οικοδεσπότες ένα μικρό φιλοδώρημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: