Από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της χώρας μας πλαστογραφεί την ιστορία σε πολλά σημεία. Με συνεχή πλύση εγκεφάλου του πληθυσμού, προσπαθεί να εδραιώσει ως πραγματικότητα τη βλακώδη θεωρία της διαχρονικής συνέχειας του ελληνισμού και το κατασκευασμένο ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανισμού». Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι σκεπτόμενοι Έλληνες αμφισβητούν αυτούς τους μύθους.
………………………………………………………………………………………………………………………………………
Ορισμένοι χριστιανοί εθνικιστές, επιτιθέμενοι στο πασίγνωστο πια βιβλίο της Ιστορίας ΣΤ΄ Δημοτικού επανέφεραν στο προσκήνιο ένα γνωστό μύθο, το μύθο της συνέχειας. Πρόκειται για την άποψη ότι το Βυζάντιο υπήρξε ο συνεχιστής του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού.
Στην άποψη αυτή στηρίχθηκε εν πολλοίς η νεοελληνική ιδεολογία κατασκευάζοντας το περιβόητο σχήμα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» («Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της δικτατορίας του 1967). Στη διαιώνιση του μύθου αυτού συνεισέφεραν τα μάλα και οι νεοορθόδοξοι βυζαντινολάτρες Χ. Γιανναράς, Σ. Ράμφος (με δασεία) και η ακολουθία τους.
Η αντίληψη αυτή αποτελεί ένα ιδεολόγημα και ως τέτοιο αρνείται να δει την αληθή Ιστορία, ότι δηλαδή τέτοια συνέχεια δεν υπήρξε. Αυτό φαίνεται σαφώς σε ιστορικά γεγονότα (και όχι μυθεύματα), σε αντιλήψεις και σημασίες που σηματοδοτούν βαθιά ρήγματα.
Πράγματι με την επικράτηση του χριστιανισμού στο ανατολικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη, αρχίζει η επιχείρηση απαλείψεως οτιδήποτε ελληνικού, εκτός της γλώσσας. Ήδη από αρκετά νωρίς, οι χριστιανοί θεολόγοι , που είναι Ρωμαίοι υπήκοοι, στρέφονται κατά των Ελλήνων και οι συστηματικές επιθέσεις και διώξεις από την επίσημη εξουσία αρχίζουν με τους διαδόχους του Κωνσταντίνου (Κωνστάντιο Β΄, Θεοδόσιο Α΄ και Β΄, κ.λ.π).
Ο ελληνικός πολιτισμός διώκεται, ναοί γκρεμίζονται, το Μαντείο των Δελφών κλείνει, περιουσίες των Ιερών και ιδιωτικές διαρπάζονται, οι εορτές (Ελευσίνια Μυστήρια κ.α.) καταργούνται, οι Ολυμπιακοί Αγώνες που διεξάγονταν από το 776 π.Χ. επίσης, βιβλία καίγονται, βιβλιοθήκες εξαφανίζονται, τα θέατρα σφραγίζονται, οι άνθρωποι χάνουν την δουλειά τους και εξοντώνονται ως «ειδωλολάτρες», ως κατεχόμενοι από την πλάνην των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων, όπως αναφέρουν τα διατάγματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι από την αρχή έως το τέλος αποκαλούνται βασιλείς των Ρωμαίων. Ο αναγκαστικός και βίαιος εκχριστιανισμός επιβάλλεται με αποκλεισμούς, εξορίες, βασανιστήρια και στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Σκυθόπολη. Συνυπεύθυνοι σε αυτό το πογκρόμ είναι οι χριστιανοί, τα χριστιανικά Πατριαρχεία Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας… Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη δημόσια μαζική καύση ελληνικών βιβλίων έγινε στην Έφεσο με την προτροπή του Παύλου, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, και συνεχίστηκε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης επί Θεοδοσίου Α΄. Επίσης το 415 μ.Χ., με τις προτροπές και το μίσος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου, ο φανατισμένος όχλος κατακρεουργεί με θραύσματα από πήλινα αγγεία τη φιλόσοφο Υπατία! Τέλος, ο χριστιανός Βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιουστινιανός κλείνει το 529 μ.Χ. με διάταγμα τις φιλοσοφικές σχολές, ακόμα και τη σχολή των Αθηνών (εν Αθήναις κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν) που είχε ιδρύσει ο Πλάτων τον 4ο π.Χ. αιώνα και επί εννέα αιώνες λειτουργούσε κανονικώς. Ο τελευταίος διευθυντής της, ο φιλόσοφος Δαμάσκιος, μαζί με άλλους καταφεύγουν -τι ειρωνεία- στην περσική αυλή.
Το φαινόμενο αυτό της διώξεως μέχρι εξαφανίσεως του ελληνικού πνεύματος είναι το πρώτο στην Ιστορία παράδειγμα θεσμισμένης και έμπρακτης μισαλλοδοξίας, το πρώτο παράδειγμα μαζικής εθνοκάθαρσης και πνευματικής κάθαρσης, που δεν επιθυμεί τον άλλο, τον διαφορετικό: ο ελληνικός πολιτισμός πρέπει να εξαφανιστεί φυσικώς, ιδεολογικώς, πνευματικώς. Παρέμεινε για τους Βυζαντινούς πάντα κάτι το ξένο, οι ίδιοι χρησιμοποιούν τον όρο έξωθεν ή θύραθεν.
Ο βυζαντινός χριστιανισμός έχρισε τον ελληνικό πολιτισμό ως τον κύριο εχθρό του και τον πολέμησε με όλα τα μέσα. Δικαίως ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης μίλησε για χριστιανική βαρβαρότητα, η οποία σηματοδοτεί την είσοδο στο Μεσαίωνα.
Το χριστιανικό Βυζάντιο δεν έχει ανάγκη τη φιλοσοφία, την έρευνα, το διάλογο, αλλά τη θεολογία, τη μοναδική αλήθεια, το δόγμα. Δεν ανέχεται ούτε καν τους χριστιανούς που έχουν διαφορετική άποψη, τους στιγματίζει ως αιρετικούς, τους αναθεματίζει, τους διώκει. Δεν επιθυμεί πολίτες επίσης και αγορά, αλλά πιστούς και ποίμνιο. Αντί της πολιτικής ενημέρωσης και διαπάλης των δοξών εφαρμόζει την «ορθοδοξία» και τις συνωμοσίες των αυλικών και των ευνούχων του Ιερού Παλατίου. Αντί της αμφισβήτησης προκρίνει την υποταγή και την τυφλή πίστη. Δε θέλει τον έρωτα και την απόλαυση αλλά τον ασκητισμό και το μίσος για το σώμα. Δεν ενδιαφέρεται για το δημόσιο και πραγματικό βίο αλλά για την απόσυρση από τα εγκόσμια, την ατομική ψυχή και την «μετά θάνατον ζωή». Δε θέλει ελεύθερους πολίτες αλλά δούλους και υποτελείς του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Αντί για τη δημοκρατία των ελεύθερων και ίσων πολιτών υπερασπίζεται και εφαρμόζει την ελέω θεού απόλυτη μοναρχία. Αντί για την κυριαρχία του νόμου κυριαρχεί η αυθαίρετη βούληση του Πατριάρχη και του Αυτοκράτορα. Η ποίηση αντικαθίσταται από την εκμηδενιστική θρησκευτική υμνωδία. Η τραγωδία και η κωμωδία από τα φτηνά θεάματα του Ιπποδρόμου και την επανάληψη της θρησκευτικής λειτουργίας. Τα εξαίσια γυμνά σώματα των ελληνικών γλυπτών εξαφανίζονται από το ράσο και την αγιογραφία. Η συζήτηση εξαφανίζεται από την προσευχή. Η πολιτική ρητορική από το θρησκευτικό κήρυγμα. Η ανθρώπινη γνώση είναι αποτέλεσμα θεϊκής φώτισης και αποκάλυψης, κτήμα και προνόμιο του Ιερατείου και των εξουσιαστών και όχι προϊόν του ανθρώπινου λόγου και της λογικής.
Η έχθρα των Βυζαντινών χριστιανών κατά των Ελλήνων διατηρήθηκε αμείωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, διότι η υπέρτατη έγνοια τους ήταν η τήρηση του μοναδικού «θεόπνευστου» δόγματος και η διδασκαλία των πατέρων της Εκκλησίας. Ακόμη και στην περίοδο που θεωρείται «φιλελεύθερη» ( του 11ου μ.Χ. αιώνα), οποιαδήποτε συμπάθεια προς τους Έλληνες φιλοσόφους, που διαφοροποιείται από το επίσημο δόγμα, επισύρει την καταδίκη και την αποπομπή. Αυτό έγινε λ.χ. με τον Ιωάννη Ιταλό, «ύπατο των φιλοσόφων», τον οποίο η πατριαρχική Σύνοδος κατηγόρησε ότι ασχολούνταν με ελληνικές αντιλήψεις που απέκλιναν από το ορθόδοξο δόγμα (τα των Ελλήνων δυσεβή δόγματα…ανάθεμα). Φυσικά μετά το ονομαστικό ανάθεμα εναντίον του ο Ιταλός εξαφανίστηκε από το δημόσιο βίο. Το ελληνίζειν ήταν καταδικαστέο και εξοβελιστέο από την κοσμική και θρησκευτική εξουσία μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από την αρπάγη του χριστιανισμού και ανατρέχει στην πλατωνική φιλοσοφία. Είναι από τους πρώτους, στο ετοιμόρροπο και προ πολλού παρακμιακό Βυζάντιο, που τολμά να αποκαταστήσει ανοικτά μετά από 10 αιώνες το όνομα των Ελλήνων και την ελληνική παιδεία και δηλώνει ότι «Έλληνες εσμέν γένει τε και παιδεία». Όμως ο ανθενωτικός Γεώργιος Σχολάριος (Γεννάδιος), μελετητής του Αριστοτέλη, που έγινε ο πρώτος Πατριάρχης μετά την πτώση της Κων/πόλεως, αντέταξε ότι «χριστιανοί εσμέν», και παρέδωσε στην πυρά το έργο του Γεμιστού.
Συνεπώς υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του ελληνικού κόσμου και του βυζαντινού χριστιανισμού, πρόκειται για ασύμβατες και ασυμβίβαστες αντιλήψεις, νοοτροπίες και πρακτικές. Δεν είναι απλώς μόνο δύο διαφορετικοί κόσμοι, αλλά συνιστούν εντελώς άλλη νοηματοδότηση του βίου, άλλη σύλληψη του κόσμου, στηριζόμενοι σε άλλο ανθρωπολογικό τύπο.
Ο ελληνικός κόσμος είναι ο πολιτισμός της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, της πολιτικής συμμετοχής, του εκκλησίας του δήμου. Ενώ ο βυζαντινός εκπροσωπεί την ανελευθερία, την αυταρχική μοναρχία, την ανισότητα, την τυφλή υπακοή και πίστη στο εξ αποκαλύψεως μοναδικό δόγμα, την Εκκλησία των παθητικών πιστών. Θα πρέπει συνεπώς να διαλέξουμε: αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ή βυζαντινό χριστιανισμό, αυτονομία ή ετερονομία, όπως σωστά προτείνει ο Κ. Καστοριάδης. Και τα δύο μαζί δε γίνεται, είναι σχήμα οξύμωρο.
Όσον αφορά τον άλλο μύθο του νεοελληνικού χριστιανισμού για το ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821, παραπέμπουμε στις εύστοχες επισημάνσεις του Σ. Πολυμίλη για τον αρνητικό ρόλο της Εκκλησίας. Παραθέτουμε μόνο δύο κείμενα των Πατριαρχείων του έτους 1798.
Το πρώτο είναι ένας λίβελος κατά των Γάλλων διαφωτιστών και ελευθερίας, ενώ ταυτοχρόνως είναι κήρυγμα δουλικής υποταγής «εις την υψηλήν βασιλείαν των Οθωμανών». Το δεύτερο κείμενο είναι κήρυγμα κατά του πρωτοπόρου μάρτυρα της ελευθερίας Ρήγα Φεραίου και του συντάγματός του, διότι κατά τον Πατριάρχη «είναι πλήρες σαθρότητας».
Τα ιδεολογήματα, οι ιδεολογίες και οι μύθοι για τα ιστορικά γεγονότα είναι σαν τα ναρκωτικά: μας ταξιδεύουν μακριά από την πραγματικότητα, την καταργούν, επειδή δε θέλουμε ή δεν έχουμε τη δύναμη να την αντιμετωπίσουμε. Η κατάργηση όμως της αλήθειας δημιουργεί διαστρεβλωμένο και διεστραμμένο κόσμο, και κατά συνέπεια στρεβλή ταυτότητα, πράγμα που είχε διαπιστώσει και ο Κ.Θ. Δημαράς που έλεγε ότι στην Ελλάδα ορισμένοι «καλλιεργούν με ηδονή την ιστορική ανακρίβεια». Η συμβουλή του εθνικού μας ποιητή παραμένει επίκαιρη: «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό».
Άρθρο του Γιώργου Οικονόμου, Δρ Φιλοσοφίας, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 5 Απριλίου 2007.
Βιβλιογραφία:
1. Α. Καμάρα: Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2000.
2. Καστοριάδης: Οι μύθοι της παράδοσής μας, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 21 Αυγούστου 1994.
3. Ελευθεροτυπία: 28 Μαρτίου 2007.
4. Ιστορία του ελληνικού Έθνους: τομ. ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975 σ. 328-359 και 433-451
5. Ιστορία του ελληνικού Έθνους: τομ. ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975 σ. 449-450.
Στην άποψη αυτή στηρίχθηκε εν πολλοίς η νεοελληνική ιδεολογία κατασκευάζοντας το περιβόητο σχήμα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» («Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της δικτατορίας του 1967). Στη διαιώνιση του μύθου αυτού συνεισέφεραν τα μάλα και οι νεοορθόδοξοι βυζαντινολάτρες Χ. Γιανναράς, Σ. Ράμφος (με δασεία) και η ακολουθία τους.
Η αντίληψη αυτή αποτελεί ένα ιδεολόγημα και ως τέτοιο αρνείται να δει την αληθή Ιστορία, ότι δηλαδή τέτοια συνέχεια δεν υπήρξε. Αυτό φαίνεται σαφώς σε ιστορικά γεγονότα (και όχι μυθεύματα), σε αντιλήψεις και σημασίες που σηματοδοτούν βαθιά ρήγματα.
Πράγματι με την επικράτηση του χριστιανισμού στο ανατολικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη, αρχίζει η επιχείρηση απαλείψεως οτιδήποτε ελληνικού, εκτός της γλώσσας. Ήδη από αρκετά νωρίς, οι χριστιανοί θεολόγοι , που είναι Ρωμαίοι υπήκοοι, στρέφονται κατά των Ελλήνων και οι συστηματικές επιθέσεις και διώξεις από την επίσημη εξουσία αρχίζουν με τους διαδόχους του Κωνσταντίνου (Κωνστάντιο Β΄, Θεοδόσιο Α΄ και Β΄, κ.λ.π).
Ο ελληνικός πολιτισμός διώκεται, ναοί γκρεμίζονται, το Μαντείο των Δελφών κλείνει, περιουσίες των Ιερών και ιδιωτικές διαρπάζονται, οι εορτές (Ελευσίνια Μυστήρια κ.α.) καταργούνται, οι Ολυμπιακοί Αγώνες που διεξάγονταν από το 776 π.Χ. επίσης, βιβλία καίγονται, βιβλιοθήκες εξαφανίζονται, τα θέατρα σφραγίζονται, οι άνθρωποι χάνουν την δουλειά τους και εξοντώνονται ως «ειδωλολάτρες», ως κατεχόμενοι από την πλάνην των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων, όπως αναφέρουν τα διατάγματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι από την αρχή έως το τέλος αποκαλούνται βασιλείς των Ρωμαίων. Ο αναγκαστικός και βίαιος εκχριστιανισμός επιβάλλεται με αποκλεισμούς, εξορίες, βασανιστήρια και στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Σκυθόπολη. Συνυπεύθυνοι σε αυτό το πογκρόμ είναι οι χριστιανοί, τα χριστιανικά Πατριαρχεία Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας… Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη δημόσια μαζική καύση ελληνικών βιβλίων έγινε στην Έφεσο με την προτροπή του Παύλου, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, και συνεχίστηκε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης επί Θεοδοσίου Α΄. Επίσης το 415 μ.Χ., με τις προτροπές και το μίσος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου, ο φανατισμένος όχλος κατακρεουργεί με θραύσματα από πήλινα αγγεία τη φιλόσοφο Υπατία! Τέλος, ο χριστιανός Βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιουστινιανός κλείνει το 529 μ.Χ. με διάταγμα τις φιλοσοφικές σχολές, ακόμα και τη σχολή των Αθηνών (εν Αθήναις κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν) που είχε ιδρύσει ο Πλάτων τον 4ο π.Χ. αιώνα και επί εννέα αιώνες λειτουργούσε κανονικώς. Ο τελευταίος διευθυντής της, ο φιλόσοφος Δαμάσκιος, μαζί με άλλους καταφεύγουν -τι ειρωνεία- στην περσική αυλή.
Το φαινόμενο αυτό της διώξεως μέχρι εξαφανίσεως του ελληνικού πνεύματος είναι το πρώτο στην Ιστορία παράδειγμα θεσμισμένης και έμπρακτης μισαλλοδοξίας, το πρώτο παράδειγμα μαζικής εθνοκάθαρσης και πνευματικής κάθαρσης, που δεν επιθυμεί τον άλλο, τον διαφορετικό: ο ελληνικός πολιτισμός πρέπει να εξαφανιστεί φυσικώς, ιδεολογικώς, πνευματικώς. Παρέμεινε για τους Βυζαντινούς πάντα κάτι το ξένο, οι ίδιοι χρησιμοποιούν τον όρο έξωθεν ή θύραθεν.
Ο βυζαντινός χριστιανισμός έχρισε τον ελληνικό πολιτισμό ως τον κύριο εχθρό του και τον πολέμησε με όλα τα μέσα. Δικαίως ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης μίλησε για χριστιανική βαρβαρότητα, η οποία σηματοδοτεί την είσοδο στο Μεσαίωνα.
Το χριστιανικό Βυζάντιο δεν έχει ανάγκη τη φιλοσοφία, την έρευνα, το διάλογο, αλλά τη θεολογία, τη μοναδική αλήθεια, το δόγμα. Δεν ανέχεται ούτε καν τους χριστιανούς που έχουν διαφορετική άποψη, τους στιγματίζει ως αιρετικούς, τους αναθεματίζει, τους διώκει. Δεν επιθυμεί πολίτες επίσης και αγορά, αλλά πιστούς και ποίμνιο. Αντί της πολιτικής ενημέρωσης και διαπάλης των δοξών εφαρμόζει την «ορθοδοξία» και τις συνωμοσίες των αυλικών και των ευνούχων του Ιερού Παλατίου. Αντί της αμφισβήτησης προκρίνει την υποταγή και την τυφλή πίστη. Δε θέλει τον έρωτα και την απόλαυση αλλά τον ασκητισμό και το μίσος για το σώμα. Δεν ενδιαφέρεται για το δημόσιο και πραγματικό βίο αλλά για την απόσυρση από τα εγκόσμια, την ατομική ψυχή και την «μετά θάνατον ζωή». Δε θέλει ελεύθερους πολίτες αλλά δούλους και υποτελείς του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Αντί για τη δημοκρατία των ελεύθερων και ίσων πολιτών υπερασπίζεται και εφαρμόζει την ελέω θεού απόλυτη μοναρχία. Αντί για την κυριαρχία του νόμου κυριαρχεί η αυθαίρετη βούληση του Πατριάρχη και του Αυτοκράτορα. Η ποίηση αντικαθίσταται από την εκμηδενιστική θρησκευτική υμνωδία. Η τραγωδία και η κωμωδία από τα φτηνά θεάματα του Ιπποδρόμου και την επανάληψη της θρησκευτικής λειτουργίας. Τα εξαίσια γυμνά σώματα των ελληνικών γλυπτών εξαφανίζονται από το ράσο και την αγιογραφία. Η συζήτηση εξαφανίζεται από την προσευχή. Η πολιτική ρητορική από το θρησκευτικό κήρυγμα. Η ανθρώπινη γνώση είναι αποτέλεσμα θεϊκής φώτισης και αποκάλυψης, κτήμα και προνόμιο του Ιερατείου και των εξουσιαστών και όχι προϊόν του ανθρώπινου λόγου και της λογικής.
Η έχθρα των Βυζαντινών χριστιανών κατά των Ελλήνων διατηρήθηκε αμείωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, διότι η υπέρτατη έγνοια τους ήταν η τήρηση του μοναδικού «θεόπνευστου» δόγματος και η διδασκαλία των πατέρων της Εκκλησίας. Ακόμη και στην περίοδο που θεωρείται «φιλελεύθερη» ( του 11ου μ.Χ. αιώνα), οποιαδήποτε συμπάθεια προς τους Έλληνες φιλοσόφους, που διαφοροποιείται από το επίσημο δόγμα, επισύρει την καταδίκη και την αποπομπή. Αυτό έγινε λ.χ. με τον Ιωάννη Ιταλό, «ύπατο των φιλοσόφων», τον οποίο η πατριαρχική Σύνοδος κατηγόρησε ότι ασχολούνταν με ελληνικές αντιλήψεις που απέκλιναν από το ορθόδοξο δόγμα (τα των Ελλήνων δυσεβή δόγματα…ανάθεμα). Φυσικά μετά το ονομαστικό ανάθεμα εναντίον του ο Ιταλός εξαφανίστηκε από το δημόσιο βίο. Το ελληνίζειν ήταν καταδικαστέο και εξοβελιστέο από την κοσμική και θρησκευτική εξουσία μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από την αρπάγη του χριστιανισμού και ανατρέχει στην πλατωνική φιλοσοφία. Είναι από τους πρώτους, στο ετοιμόρροπο και προ πολλού παρακμιακό Βυζάντιο, που τολμά να αποκαταστήσει ανοικτά μετά από 10 αιώνες το όνομα των Ελλήνων και την ελληνική παιδεία και δηλώνει ότι «Έλληνες εσμέν γένει τε και παιδεία». Όμως ο ανθενωτικός Γεώργιος Σχολάριος (Γεννάδιος), μελετητής του Αριστοτέλη, που έγινε ο πρώτος Πατριάρχης μετά την πτώση της Κων/πόλεως, αντέταξε ότι «χριστιανοί εσμέν», και παρέδωσε στην πυρά το έργο του Γεμιστού.
Συνεπώς υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του ελληνικού κόσμου και του βυζαντινού χριστιανισμού, πρόκειται για ασύμβατες και ασυμβίβαστες αντιλήψεις, νοοτροπίες και πρακτικές. Δεν είναι απλώς μόνο δύο διαφορετικοί κόσμοι, αλλά συνιστούν εντελώς άλλη νοηματοδότηση του βίου, άλλη σύλληψη του κόσμου, στηριζόμενοι σε άλλο ανθρωπολογικό τύπο.
Ο ελληνικός κόσμος είναι ο πολιτισμός της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, της πολιτικής συμμετοχής, του εκκλησίας του δήμου. Ενώ ο βυζαντινός εκπροσωπεί την ανελευθερία, την αυταρχική μοναρχία, την ανισότητα, την τυφλή υπακοή και πίστη στο εξ αποκαλύψεως μοναδικό δόγμα, την Εκκλησία των παθητικών πιστών. Θα πρέπει συνεπώς να διαλέξουμε: αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ή βυζαντινό χριστιανισμό, αυτονομία ή ετερονομία, όπως σωστά προτείνει ο Κ. Καστοριάδης. Και τα δύο μαζί δε γίνεται, είναι σχήμα οξύμωρο.
Όσον αφορά τον άλλο μύθο του νεοελληνικού χριστιανισμού για το ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821, παραπέμπουμε στις εύστοχες επισημάνσεις του Σ. Πολυμίλη για τον αρνητικό ρόλο της Εκκλησίας. Παραθέτουμε μόνο δύο κείμενα των Πατριαρχείων του έτους 1798.
Το πρώτο είναι ένας λίβελος κατά των Γάλλων διαφωτιστών και ελευθερίας, ενώ ταυτοχρόνως είναι κήρυγμα δουλικής υποταγής «εις την υψηλήν βασιλείαν των Οθωμανών». Το δεύτερο κείμενο είναι κήρυγμα κατά του πρωτοπόρου μάρτυρα της ελευθερίας Ρήγα Φεραίου και του συντάγματός του, διότι κατά τον Πατριάρχη «είναι πλήρες σαθρότητας».
Τα ιδεολογήματα, οι ιδεολογίες και οι μύθοι για τα ιστορικά γεγονότα είναι σαν τα ναρκωτικά: μας ταξιδεύουν μακριά από την πραγματικότητα, την καταργούν, επειδή δε θέλουμε ή δεν έχουμε τη δύναμη να την αντιμετωπίσουμε. Η κατάργηση όμως της αλήθειας δημιουργεί διαστρεβλωμένο και διεστραμμένο κόσμο, και κατά συνέπεια στρεβλή ταυτότητα, πράγμα που είχε διαπιστώσει και ο Κ.Θ. Δημαράς που έλεγε ότι στην Ελλάδα ορισμένοι «καλλιεργούν με ηδονή την ιστορική ανακρίβεια». Η συμβουλή του εθνικού μας ποιητή παραμένει επίκαιρη: «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό».
Άρθρο του Γιώργου Οικονόμου, Δρ Φιλοσοφίας, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 5 Απριλίου 2007.
Βιβλιογραφία:
1. Α. Καμάρα: Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2000.
2. Καστοριάδης: Οι μύθοι της παράδοσής μας, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 21 Αυγούστου 1994.
3. Ελευθεροτυπία: 28 Μαρτίου 2007.
4. Ιστορία του ελληνικού Έθνους: τομ. ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975 σ. 328-359 και 433-451
5. Ιστορία του ελληνικού Έθνους: τομ. ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975 σ. 449-450.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου